Μοναδική εμπειρία! Για κάτι τέτοιες στιγμές ζούμε εμείς οι βιβλιόφιλοι βιβλιοκριτικοί! Ειλικρινά, ο Λουκαρέλι πλάθει με μαεστρία το κλίμα της εποχής και μεταφέρει στον αναγνώστη το κλίμα της αναρχίας, της διαφθοράς και της ανομίας λίγο πριν από την πτώση του Μουσολίνι, αλλά και της πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε! Σ’ ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας, διαφθοράς και βίας, τρεις διαφορετικές σκοτεινές αστυνομικές υποθέσεις, με ήρωα τον επιθεωρητή Ντε Λούκα, συγκροτούν τη συναρπαστική «Τριλογία του φασισμού».
Εχετε τοποθετήσει τον ήρωά σας Ντε Λούκα έτσι ώστε να προσπαθεί να μένει αμέτοχος πολιτικά και με καθαρά χέρια να λύνει τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις του. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για εσάς να μην παίρνει θέση στα πολιτικά δρώμενα;
Δεν ήταν εύκολο, γιατί αρχικά εγώ είχα σκεφτεί να σχεδιάσω έναν αρνητικό πρωταγωνιστή, έναν αρνητικό ήρωα, έναν αστυνομικό ο οποίος θα είχε πάρα πολύ μεγάλη εξουσία. Ομως, μελετώντας την Ιστορία, αντιλήφθηκα ότι δεν γινόταν κάτι τέτοιο, ο επιθεωρητής δεν είχε τόση εξουσία όση φανταζόμουν εγώ, υπήρχαν πάρα πολλοί συμβιβασμοί, πάρα πολλές αποχρώσεις και ίντριγκες. Δεν ήταν, ωστόσο, ένας κακός άνθρωπος, αλλά ίσως ήταν λίγο αφελής, με την έννοια ότι δεν ενστερνιζόταν την ιδέα του φασισμού, αλλά αναγκαζόταν να συμβιβαστεί μ’ αυτήν προς δικό του όφελος.
Ο Ντε Λούκα ως αντιήρωας είναι πολύ απλός και καθημερινός για να είναι αληθινός στα μάτια των αναγνωστών. Πώς προέκυψε;
Προέκυψε όταν έκανα την πτυχιακή μου εργασία στη Σύγχρονη Ιστορία. Πήρα συνέντευξη τότε από έναν κύριο ο οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί από την Αστυνομία έπειτα από 40 χρόνια υπηρεσίας, από το 1940 μέχρι το 1980, και συμπεριφερόταν ανάλογα με το ποιος ήταν στην εξουσία, για παράδειγμα όταν υπηρετούσε στην Αστυνομία επί του φασισμού συλλάμβανε τους αντιφασίστες. Μετά, όταν πήγε στην Αστυνομία των παρτιζάνων, συλλάμβανε τους πρώην φασίστες, τους συναδέλφους του μέχρι τότε. Επειτα, όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία και ήταν στην Αστυνομία των χριστιανοδημοκρατών, συλλάμβανε τους πρώην αντάρτες. Οπότε, σε όλη του τη ζωή έκανε αυτόν τον κύκλο και ήταν ενάντια σε αυτούς που μέχρι πρότινος ήταν μαζί του. Και όταν τον ρώτησα, έτσι από περιέργεια, «Εσείς ποιον ψηφίζετε;», μου απάντησε: «Τι σχέση έχει αυτό, εγώ είμαι αστυνομικός».
Από εκεί, λοιπόν, προέκυψε ο ήρωάς μου, γι’ αυτό πρέπει σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους να σκεφτόμαστε ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνουμε μέρος στα πολιτικά δρώμενα, αν θέλουμε να είμαστε ενεργοί πολίτες και όχι παθητικοί θεατές και να λέμε «Α, εγώ είμαι υδραυλικός, δεν παίζει ρόλο» ή «Εγώ είμαι δημοσιογράφος, τι σχέση έχω με αυτό». Ετσι, λοιπόν, ο Ντε Λούκα ήταν πάρα πολύ καθημερινός άνθρωπος και είχε όλα τα προβλήματα που είχαν όλοι εκείνη την περίοδο της πείνας, του πολέμου, των βομβαρδισμών, του φόβου.
Χρησιμοποιείτε το νουάρ προσωπείο για να μιλήσετε για τα ταραγμένα χρόνια της Ιταλίας, τα προ και τα μετά του Ντούτσε. Η τριλογία του φασισμού περιγράφει την αναζήτηση του ιταλικού έθνους, την προσπάθειά του να ξαναβρεί ηθικό προσανατολισμό μετά τις εμφύλιες διαμάχες και τη διαφθορά. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό.
Εγώ, και πολλοί άλλοι πριν από μένα, προσπαθώ πάντα να δώσω σε όλα τα μυθιστορήματά μου, είτε τα ιστορικά είτε τα σύγχρονα, ένα δείγμα του τι σημαίνει να είσαι Ιταλός. Ασχολούμενος με αυτό το σκοτεινό κομμάτι της Ιστορίας, στα πρώτα τρία μυθιστορήματά μου, αλλά και σε άλλα που ακολούθησαν, προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη στο μυαλό του κάθε Ιταλού και πώς μπορούμε να αλλάξουμε στην ουσία τα πράγματα, γιατί δεν είναι ότι λύσαμε τα προβλήματά μας τότε, τα κουβαλάμε πάντοτε μαζί μας. Μας είναι εύκολο να κατονομάζουμε τον φταίχτη, για παράδειγμα ήμασταν ρατσιστές, έφταιγαν οι φασίστες, ήμασταν βίαιοι, έφταιγαν αυτοί, ήμασταν αποικιοκράτες ή είχαμε δικτατορία, έφταιγαν για όλα οι φασίστες. Βέβαια, ισχύει αυτό, ωστόσο ισχύει ότι σέρνουμε μαζί μας όλη αυτή την παθογένεια, για παράδειγμα ήμασταν και ρατσιστές και αποικιοκράτες, όπως όλες οι άλλες χώρες στην Αφρική, όπως οι Γάλλοι και οι Αγγλοι. Ωστόσο, πάντα το ξεχνάμε αυτό επιλεκτικά, χαρακτηρίζοντας τους Ιταλούς καλούς. Εγώ και άλλοι συγγραφείς που έχουν την ίδια σκέψη με μένα προσπαθούμε να είμαστε πιο αντικειμενικοί, να μην τα ωραιοποιούμε όλα, και να βρούμε μια λύση στο πρόβλημα, καταφέρνοντας να μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε, για να μην το κουβαλάμε συνέχεια μαζί μας.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Είστε ένας αριστουργηματικός εκφραστής του νουάρ. Η αλήθεια είναι ότι δεν είστε μόνο διάσημος στη χώρα σας, αλλά και ένας συγγραφέας που εξελίσσεται διαρκώς και γι’ αυτό μαγεύει και συγκινεί η γραφή σας. Τι επιδιώκετε να εισπράξουν οι αναγνώστες σας;
Είναι δύσκολη η ερώτηση, εγώ έχω πάντα έναν σκοπό, γιατί είμαι αφηγητής, μου αρέσει πραγματικά να αφηγούμαι ιστορίες. Αν μια ιστορία μου αρέσει, θέλω να την αφηγηθώ. Για παράδειγμα, αν μου πουν ότι θα πας σ’ ένα ερημικό νησί με όλους σου τους αγαπημένους να ζήσεις 100 χρόνια, εγώ θα πω όχι, 99, γιατί πρέπει μετά να γυρίσω να αφηγηθώ την ιστορία, το πώς περάσαμε. Ωστόσο, ο σκοπός μου πάντα είναι να αφηγηθώ ωραίες ιστορίες, όσο πιο ωραίες γίνεται, αλλά έχω κι έναν ακόμα πιο συγκεκριμένο στόχο, να κρατήσω τρεις νύχτες άγρυπνο τον αναγνώστη μου. Πρώτον, την πρώτη νύχτα να θέλει να τελειώσει το βιβλίο… Τη δεύτερη νύχτα να σκέφτεται «Μα, Θεέ μου, αλήθεια γίνονται τέτοια πράγματα;». Και, τρίτον, να σκεφτεί τι μπορούμε να κάνουμε για να λύσουμε το πρόβλημα αυτό. Είναι ένας υπερβολικός στόχος, δεν είμαστε τόσο σημαντικοί, ωστόσο αυτός παραμένει.
Εχω την εντύπωση ότι είστε ο πρώτος που κατάφερε να παντρέψει το ρεαλισμό, τη μυθοπλασία και το ιστορικό ντοκουμέντο, και μ’ αυτόν τον τρόπο. Τι σας προέτρεψε να διαλέξετε αυτή τη διαδρομή;
Σας ευχαριστώ, δεν ήμουν ο πρώτος, υπήρχαν και πολλοί άλλοι συγγραφείς πριν από μένα που ήθελαν να τοποθετήσουν το ιστορικό μυθιστόρημα σε ιστορικό πλαίσιο. Τώρα πλέον είναι και της μόδας θα λέγαμε, υπάρχουν ίσως και πάρα πολλά τέτοια μυθιστορήματα. Εγώ ήθελα να περιγράψω μια χρονική περίοδο, γιατί ξέρω ότι όταν ζεις μέσα σ’ αυτήν είναι δύσκολο να δεις αντικειμενικά, να αποκοπείς απ’ αυτήν και να δεις τι πραγματικά είναι αυτό που βιώνεις. Είναι σαν να παίρνεις ένα κιάλι και να πρέπει να το γυρίσεις αντίστροφα για να δεις την πραγματικότητα. Ετσι, λοιπόν, ήθελα να αναδείξω τους μηχανισμούς που ίσχυαν τότε και που είναι παρόμοιοι με το σήμερα, γιατί σήμερα και στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, έχουμε προβλήματα τα οποία έχουν τις ρίζες τους σε αυτό το παρελθόν. Κι επειδή εγώ σπούδασα Σύγχρονη Ιστορία και μελέτησα αυτή την περίοδο στο πανεπιστήμιο, θεώρησα ότι ήταν ιδανική για να εκτυλιχθεί κάποια ιστορία αστυνομική, γιατί ήταν μια εποχή βίαιη, με όλα αυτά που ξέρουμε. Ηταν μια μαύρη, μια νουάρ περίοδος.
Γράφετε: «Στα απομνημονεύματα της εποχής διάβασα για τη ζωή την περίοδο του Σαλό. Σου έδιναν καθαρά την αίσθηση πως η σχιζοφρένεια άγγιζε τους πάντες, είτε αυτοί βρίσκονταν στα υψηλά κλιμάκια των φασιστών είτε ήταν απλά μέλη». Η δική μου ερώτηση είναι: Πίσω από το φασισμό υπήρχαν, υπάρχουν, τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης των υψηλά ιστάμενων, γι’ αυτό ξαναζούμε σήμερα το βρικολάκιασμα της Ιστορίας;
Σίγουρα, είναι αλήθεια ότι εκείνη την περίοδο υπήρχε μια αίσθηση σχιζοφρένειας, αλλά υπήρχαν και άτομα που έκαναν το σωστό. Σε αντίθεση με τον δικό μου επιθεωρητή, τον ήρωα, ακόμα και στην Αστυνομία, για παράδειγμα στην Μπολόνια, όπου τοποθετείται ο ήρωας, ο οποίος είναι ένας φανταστικός ήρωας, υπήρχε ένας αστυνομικός, ο Παρίζι, ο οποίος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και κατέγραφε ποια ήταν τα εγκλήματα που διέπρατταν άλλοι αστυνομικοί φασίστες κι έτσι μετά το τέλος, την πτώση του καθεστώτος, συνελήφθησαν εξήντα αστυνομικοί. Μετά από δύο μήνες, ωστόσο, έδιωξαν τον Παρίζι και επανεντάχθηκαν στο Σώμα οι εξήντα αστυνομικοί. Είναι μια περίεργη περίοδος, υπήρχαν και άτομα που έκαναν τη σωστή επιλογή και δεν διάλεγαν την ασφάλεια, το κέρδος το προσωπικό, τον πλουτισμό και τα συναφή που ξέρουμε, και στο τελευταίο μου βιβλίο μάλιστα αναφέρομαι και σε τέτοια καθεστώτα γενικότερα, γιατί το καθεστώς είναι ο ιδανικός χώρος και μεταφορικά για να κλέψει κανείς, να διαπράξει εγκλήματα, χωρίς να έχει την κοινή γνώμη ή τον Τύπο απέναντί του, και έτσι και σ’ αυτό το καθεστώς έκλεβαν, σκότωναν, ήταν ρατσιστές, δεν υπήρχε καμία ανοχή ως προς τους αντιφρονούντες και διάφορες διοικούσες τάξεις έκαναν ό,τι ήθελαν. Το ίδιο και στην περίοδο του σκανδάλου με τις μίζες σε επόμενη δεκαετία, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει σε έναν βαθμό και σήμερα κάποιες φορές.
Με τις σύγχρονες εξελίξεις αποδεικνύεται τελικά πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες ακόμη στην Ευρώπη;
Ναι, οπωσδήποτε ισχύει αυτό και πρέπει να σκεφτούμε, να έχουμε στο μυαλό μας ότι οτιδήποτε και να έχουμε κατακτήσει, δεν το έχουμε κατακτήσει για πάντα. Γιατί ακόμα και τα προβλήματα που υπήρχαν τότε, την περίοδο του φασισμού, υπάρχουν στην Ιταλία ακόμη και τώρα και με το παραπάνω. Εγώ γεννήθηκα το 1960 και είχα ξεχάσει κατά τη διάρκεια της ζωής μου την ατομική βόμβα. Ωστόσο τώρα, παραδόξως, έχουμε τους ίδιους φόβους που είχαμε τη δεκαετία του ’70, όταν μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και ΗΠΑ υπήρχε αυτός ο φόβος για το αν θα κάνουν χρήση της βόμβας, και τώρα το ίδιο. Οπότε, έννοιες όπως η Δημοκρατία, η ειρήνη, η ευημερία, η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών δεν είναι δεδομένο ότι τις έχουμε κατακτήσει για πάντα. Γιατί εμείς πιστεύαμε ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να φοβόμαστε και να έχουμε να αντιμετωπίσουμε ρατσιστικές, ναζιστικές ή φασιστικές ιδέες και λέγαμε «είναι 2-3 που τις υποστηρίζουν», ωστόσο δεν είναι έτσι και βλέπουμε ότι τώρα χρειάζεται να σκεφτούμε ξανά πάνω στις ιδέες αυτές.
Ειδήσεις σήμερα
Θεϊκά σοκολατάκια με μπισκότα – Μπουκίτσες απόλαυσης
Γιατί ο Τζορτζ Κλούνει παραπονέθηκε στον Μπάιντεν;
SPECIAL OLYMPΙCS HELLAS: Σε αυτούς τους αγώνες νίκησαν όλοι
Δέσποινα Στυλιανοπούλου: Πότε θα γίνει η κηδεία της