Εν συνεχεία, παίρνει ένα κορδόνι από εσώρουχο και πηγαίνει στα κρεβάτια όπου κοιμούνται τα τρία ανήλικα παιδιά της μαζί με τα παιχνίδια τους. Πρώτα περνά το κορδόνι στον λαιμό της ηλικίας δυόμισι ετών Σουζάνας μέχρι που την πνίγει και εν συνεχεία κάνει το ίδιο στο δεύτερο κοριτσάκι της.
Η Μπέικερ παραμένει ανέκφραστη σε όλη τη διάρκεια της δίκης.
Oταν επιχειρεί να πνίξει με τον ίδιο τρόπο το οκτάχρονο αγοράκι της, Τζόελ, αυτό ξυπνά, αντιστέκεται για λίγη ώρα μέχρι που δέχεται πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι από αμβλύ αντικείμενο και αφήνει την τελευταία του πνοή. Η φρικιαστική… παράσταση της σύγχρονης «Μήδειας» ολοκληρώνεται στις εννέα το βράδυ, όταν καρφώνει, στην κουζίνα, το μαχαίρι στον λαιμό της κοντά στην καρωτίδα.
Οταν ο σύζυγός της φτάνει αργά το βράδυ και τη βρίσκει μέσα στα αίματα, τρέχει στο παιδικό δωμάτιο, όπου αντικρίζει την κόλαση… Σε κατάσταση υστερίας και με άναρθρα ψελλίσματα, τρέχει στον επάνω όροφο του διώροφου κτιρίου, όπου μένει ο συνάδελφός του, Αμερικανός λοχαγός Χάβρον. Στο σπίτι φτάνουν άμεσα ασθενοφόρα της Βάσης, που μεταφέρουν σε αφασία τη μητέρα και σε νευρικό κλονισμό τον πατέρα στο νοσοκομείο της Βάσης του Ελληνικού.
Απάντηση στο «γιατί», που απασχολεί τους πάντες, έρχεται από το τελευταίο γράμμα της φόνισσας προς τον σύζυγο, αφού η ίδια δεν μπορεί να μιλήσει δίνοντας μάχη με συνεχείς μεταγγίσεις αίματος για τη ζωή της. Σε αυτό, σε παραληρηματικό τόνο, η Μπέικερ κατηγορεί τον σύζυγό της για απιστία.
Λίγες ημέρες μετά, εν μέσω λυγμών, με συνεχείς διακοπές και με τη δεξιά της παλάμη να έχει ακόμα αμυχές από τα νύχια του γιου της, δίνει την πρώτη της κατάθεση: «Πριν από έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα στον κόσμο. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου». Μιλά για ευτυχισμένη, μέχρι τότε, ζωή, μέχρι τη στιγμή που την υποψιάζει η ψυχρότητα του συζύγου της και επιβεβαιώνει την υποψία της για απιστία το κραγιόν στο πουκάμισό του. Η φωτογραφία που βρίσκει τυχαία, που απεικονίζει τον σύζυγό της αγκαλιά με μια «νέα και ωραία γυναίκα», την οδηγεί να πάρει, το ίδιο βράδυ, την αποτρόπαια απόφαση. Σε όλη τη διάρκεια της ανάκρισης δεν δείχνει μετανοημένη, δεν ρωτά ποτέ τι απέγιναν τα παιδιά της και δεν θυμάται την απόπειρα αυτοκτονίας της.
Δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη…
Η δίκη, που συνταράσσει την κοινή γνώμη, γίνεται στα τέλη Σεπτεμβρίου 1961 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Σε αυτήν, οι ψυχίατροι χαρακτηρίζουν την Μπέικερ ως «άτομον εσώκλειστον, συνεσταλμένον και δύσκαμπτον εις τας αρχάς της. Η μελαγχολία της είναι ψυχογενής, εξ αντιδράσεως λόγω της συμπεριφοράς του συζύγου. Φοβείται ότι αν απέθνησκε η ίδια, ο Μπέικερ θα εφέρετο εις τα παιδιά των όπως και εις αυτήν». Συμπερασματικά, οι ψυχίατροι αποφαίνονται ότι κατά τη διάρκεια των δολοφονιών η κατηγορουμένη «…είχε ελαττωμένη ικανότητα να αντιληφθεί τι έπραττε». Η ίδια στην απολογία της λέει ότι φοβόταν τον άνδρα της γιατί τη χτυπούσε, ότι στην Ελλάδα δεν είχαν κοιμηθεί ποτέ στο ίδιο κρεβάτι, αλλά δεν απαντά ποτέ στη σημαντικότερη ερώτηση: «Γιατί σκότωσε τα παιδιά της;». Παραμένει ανέκφραστη ακόμα και όταν το δικαστήριο ενόρκων, αποδεχόμενο ότι στη διάρκεια των φόνων βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, δεν την καταδικάζει σε φυλάκιση αλλά σε εγκλεισμό, λέγοντας ότι το μόνο που θέλει είναι να πεθάνει. Το δικαστήριο όμως κηρύττει την ετυμηγορία των ενόρκων πεπλανημένη, με αποτέλεσμα η δίκη να επαναληφθεί την άνοιξη του 1962, αυτήν τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά.
Σε αυτήν, η Μπέικερ εμφανίζεται πάλι βουβά αμετανόητη ακόμα και όταν ο σύζυγός της καταθέτει κλαίγοντας τι αντίκρισε όταν μπήκε το μοιραίο βράδυ στο παιδικό δωμάτιο. Καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου είναι η κατάθεση του ψυχιάτρου Μικρόπουλου, που την εξέτασε μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα, ο οποίος αναφέρει: «Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της».
Αυτήν τη φορά το δικαστήριο καταδικάζει την Μπέικερ σε 16 χρόνια φυλάκιση, αλλά δύο μόλις χρόνια μετά της δίνεται χάρη, φεύγει για την Αμερική, όπου αργότερα με επιστολή προς τον δικηγόρο της αναφέρει πως θεραπεύτηκε από τα ψυχολογικά της προβλήματα και νοσταλγεί πολύ την Ελλάδα…