Οι δολοφονίες συνέβησαν στη Θάσο τον Μάιο του 1996 και αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους, δηλαδή δυόμισι μήνες αργότερα ύστερα από καταγγελία για εξαφάνιση των θυμάτων. Τότε, ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής….
Στις αρχές Μαΐου εκείνης της χρονιάς, ο πατέρας του, Δημήτρης, δάσκαλος και διευθυντής σε τοπικό σχολείο, τον κάλεσε στο σπίτι της οικογένειας στον Λιμένα της Θάσου, ώστε να τον πείσει να επισκεφθεί ψυχίατρο, γιατί «παρουσίαζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς». Στη Θάσο είχε φθάσει τις προηγούμενες μέρες και ο θείος του, Βασίλης, ο οποίος ζούσε για πολλά χρόνια στο Βέλγιο. Κλήθηκε από την οικογένεια στο νησί για να νουθετήσει κι εκείνος τον ανιψιό του, ώστε να νοσηλευτεί.
Στα τέλη Μαΐου η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη, Ελένη, προσπάθησε τηλεφωνικά από το Βέλγιο να επικοινωνήσει μαζί του. Σε όλες τις κλήσεις προς το σπίτι της οικογένειας στη Θάσο απαντούσε μόνο ο ανιψιός της, Θεόφιλος. «Μου έλεγε ότι όλοι απουσίαζαν και ότι ο σύζυγός μου και θείος του είχε φύγει ξαφνικά – τη μία φορά στο Βέλγιο, την άλλη στην Ιταλία», είπε η ίδια αργότερα.
Έτσι, λίγο καιρό μετά, η Ελένη Σεχίδη ταξίδεψε στη Φλώρινα, απ΄ όπου καταγόταν η οικογένεια, προσπαθώντας να εντοπίσει τα ίχνη του άντρα της. Στις 3 Αυγούστου πήγε και ο δράστης του εγκλήματος στη Φλώρινα, ο οποίος «έπαιζε θέατρο» αναζητώντας δήθεν τη μάνα του, τον πατέρα του, την αδερφή του και τον θείο του, ρωτώντας με αγωνία τους χωριανούς, τους συγγενείς και τους φίλους.
Ωστόσο, η θεία του άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον Θεόφιλο. Γνώριζε βέβαια ότι ήταν κάπως ιδιόρρυθμος, αλλά η συμπεριφορά του ήταν εντελώς αλλοπρόσαλλη. «Η συμπεριφορά του ήταν περίεργη. Καθίσαμε να φάμε, τη μια στιγμή κοιτούσε το πιάτο του και την άλλη εμάς, στα μάτια. Ανέφερα το περιστατικό στην Αστυνομία», κατέθεσε η θεία του.
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου, αστυνομικοί με πολιτικά μπήκαν στο διαμέρισμα που έμενε ο Σεχίδης στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Ανάληψης, και τον συνέλαβαν. Ο ίδιος ήταν απόλυτα ψύχραιμος και μεταφέρθηκε για ανάκριση στα κεντρικά της Ασφάλειας στον Βαρδάρη. Οι αστυνομικοί ανέσυραν το γεγονός ότι λίγο καιρό νωρίτερα, στα τέλη Ιουλίου, μετά από έλεγχο στον δρόμο, στην Καβάλα, είχε βρεθεί στο αυτοκίνητό του μια καραμπίνα και φυσίγγια. Για εκείνη την υπόθεση, καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση με αναστολή και χρηματική ποινή 700.000 δραχμών. Πίσω στο γραφείο της Ασφάλειας, δεν χρειάστηκαν παρά λίγες ώρες για να ξεδιπλωθεί με λεπτομέρειες το πιο σκοτεινό σενάριο. Ο Σεχίδης ομολόγησε ότι στις 19 και 20 Μαΐου είχε δολοφονήσει τον θείο του, τους γονείς του, την αδερφή του και τη γιαγιά του στη Θάσο. «Ήθελαν να με σκοτώσουν και πρόλαβα να τους σκοτώσω εγώ. Ήταν άρρωστοι», ήταν τα πρώτα λόγια του.
Πώς έγιναν τα φρικτά εγκλήματα
Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου στην περιοχή του Λιμένα. Ο Θεόφιλος Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν. Ωστόσο, η συζήτηση έγινε έντονη και οι δύο τους άρχισαν να τσακώνονται.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
«Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο δράστης. Στη συνέχεια είπε πως έκρυψε το πτώμα σε κάτι θάμνους.
Μετά έφυγε, αγόρασε ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και πήγε σπίτι να περιμένει τους υπόλοιπους της οικογένειας. Γύρω στις 7:30 της ίδιας μέρας μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, και τότε ξέσπασε νέος καυγάς.
«Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα», είπε. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι». Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία.
«Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», είπε ο Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ, που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί. Ο Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε. Το επόμενο πρωί έφθασε στο σπίτι η γιαγιά του. Ήταν το πέμπτο θύμα, σε λιγότερο από 24 ώρες.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι Σεχίδης αφαίρεσε του εγκεφάλους των θυμάτων και τους κράτησε στο ψυγείο – «είχα κάποιες ψυχιατρικές και άλλες γνώσεις ανατομίας και ήθελα να τους μελετήσω. Δεν διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση και τους πέταξα», φέρεται να κατέθεσε (ΤΑ ΝΕΑ, 20.8.1996).
Ο κατά συρροή δολοφόνος τεμάχισε τα πτώματα με σιδηροπρίονο και τοποθέτησε τα μέλη τους σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ο ίδιος φέρεται να είπε αργότερα ότι άκουγε Τσαϊκόφσκι την ώρα που το έκανε. Πέρασε τρεις φορές με πλοίο από τη Θάσο στην Κεραμωτή, έχοντας τις σακούλες στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα του (ΕΘΝΟΣ, 12.8.1996). Αρχικά, σκέφθηκε να τις πετάξει στη χωματερή των Ταγαράδων έξω από τη Θεσσαλονίκης, όμως τελικά επέστρεψε στον σκουπιδότοπο της Πέρνης στην Καβάλα – «Ο γιος του Φρανκενστάιν», Ελεύθερος Τύπος, 10.8.1996.
Ο Σεχίδης δικάστηκε στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού. Παρότι κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης από το 2016 αυτή δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (έχει το δικαίωμα να ασκεί μία αίτηση αποφυλάκισης κάθε χρόνο από τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού χρόνων στη φυλακή, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα.