Ο Δημήτρης Γρίβας αποτελεί περίπτωση λαϊκού καλλιτέχνη-διασκεδαστή που εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στην πρωτεύουσα, αρχικά σαν πλανόδιος οπωροπώλης και εν συνεχεία ως καταστηματάρχης στην οδό Ευριπίδου. Η επιγραφή «Γρίβειον Μέγαρον» στην είσοδο του καταστήματός του, προϊδεάζει τους πελάτες ότι εισέρχονται σε μανάβικο πολύ μπροστά από την εποχή του. Το βλέμμα δεν πέφτει στα ζαρζαβατικά των πάγκων, αλλά σε καριοφίλια, σπάθες, χρωμολιθογραφίες και κάθε είδους αρχειακό υλικό που βρίσκεται στους τοίχους δίνοντάς του περισσότερο όψη μουσείου παρά μανάβικου.

Προετοιμασίες
Ο Γρίβας δεν θα έμενε στην αθηναϊκή ιστορία ως απλά ένας αντισυμβατικός οπωροπώλης, αν δεν έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις αποκριές της εποχής, οπού μεταμορφωνόταν -μεταφορικά και κυριολεκτικά- σε βασιλιά του καρναβαλιού. Αρχικά, κοντά στις μέρες της Αποκριάς περιορίζει τις επαγγελματικές του ασχολίες ρίχνοντας βάρος στις κάθε είδους καρναβαλικές προετοιμασίες. Ο προικισμένος με χιούμορ Γρίβας είναι πολύ καλός γελοιογράφος, ενώ δημιουργεί εξαιρετικές αποκριάτικες στολές με τις οποίες κυκλοφορεί τις άλλες ημέρες του χρόνου σατιρίζοντας γεγονότα ή πρόσωπα. Δημιουργεί δικό του θίασο (μέλη του οποίου είναι ο «Χρήστος ο Αράπης» και η «Τρελοκατερίνα»), με τον οποίο σχολιάζει με χιούμορ επιφανή πρόσωπα της πολιτικοκοινωνικής ζωής του τόπου.
Παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 βρίσκεται ξαπλωμένος με πιτζάμες στο καρναβαλικό άρμα παριστάνοντας τον Χαρίλαο Τρικούπη «ονειρευόμενον τα 800 εκατομμύρια», που βρίσκονται στην πλάτη ενός χαμάλη, που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό λαό τονίζοντας έτσι τις σπατάλες που γίνονται εν όψει των αγώνων.
Αλλη φορά παρουσιάζει στο αποκριάτικό του άρμα το σκανδαλώδες κίνημα της εποχής «σερκλ ντιστενγκέ». Το 1914 σχολιάζει την παράδοση της Κορυτσάς στην Αλβανία έχοντας στο κάρο του ένα φέρετρο που από τη μία πλευρά γράφει Αργυρόκαστρο κι από την άλλη Κορυτσά, κάτι που τον οδηγεί σε φυλάκιση δύο εβδομάδων. Σε αντίστοιχη θέση βρίσκεται κι άλλοτε λόγω της δηκτικής του σάτιρας. Στις Αποκριές του 1915 επιστρέφει στον ρόλο του καταστηματάρχη, όταν με ειδοποίησή του στον Τύπο ζητά από το κοινό να τον προτιμήσει για τα θαλασσινά εδέσματα της Καθαράς Δευτέρας: «Προσοχή! Οστρακομυδοφάγοι, να προμηθευτείτε όστρακα και μύδια Χαλκίδος διότι θα κομίσουν τοιαύτα και εκ Πρεβέζης και εκ Στυλίδος καθ’ όλα ομοιάζοντα με της Χαλκίδος εξωτερικώς, κατά την γεύσιν όμως είναι πολύ διαφορετικά. Προσοχή λοιπόν να αγοράσετε γνήσια όστρακα Χαλκίδος τρεις ώρες εξελθόντα εκ της θαλάσσης».

Πολυτεχνίτης
Εμβληματική παρουσία της Αποκριάς της περιόδου αποτελεί σίγουρα και ο Παναγιώτης Θεοδοσίου που μένει στην ιστορία ως «ποιητής του κάρου». Κατά βάση χαρακτηρίζεται ως πολυτεχνίτης, αφού κατά καιρούς γίνεται ηθοποιός, συγγραφέας, τραγουδιστής και εκδότης της εφημερίδας «Μικρός Ρωμιός». Κύριο επάγγελμά του είναι επιγραφοποιός. Δικής του εμπνεύσεως και αισθητικής είναι επιγραφές όπως «Ψυχής ιατρείον», «Οινομαγειρείον. Βερεσέ σήμερα δεν έχει, αύριο έχει». Οταν του ζητείται να σχεδιάσει στην επιγραφή κάποιο ζώο, ο Θεοδοσίου ρωτά αν το θέλουν δεμένο ή ελεύθερο. Αν είναι ελεύθερο, το ζώο σχεδιάζεται με νερομπογιά, με αποτέλεσμα να ξεβάφει στην πρώτη βροχή. Στις φωνές του επαγγελματία, ο Θεοδοσίου απαντά ότι το ζώο λύθηκε και έφυγε και αν το θέλει δεμένο, πρέπει να πληρώσει διπλά χρήματα ώστε να ζωγραφιστεί με λαδομπογιά…

Το δημιουργικό του ταλέντο δεν περιορίζεται στις επιγραφές αλλά απελευθερώνεται την περίοδο της Αποκριάς. Το ξεχαρβαλωμένο κάρο που δημιουργεί για την περίσταση, στολίζεται με κλαδιά, πολύχρωμα χαρτιά και οτιδήποτε εντυπωσιακό μπορεί να τραβήξει τα βλέμματα και σέρνεται από ένα αδύναμο άλογο με το όνομα Πήγασος. Πάνω σε αυτό ο Θεοδοσίου, μασκαρεμένος, άλλοτε οδοντίατρος, υποψήφιος βουλευτής, φούρναρης κ.λπ., παρουσιάζει με την ομάδα του αυτοσχέδια κείμενα ή απαγγέλλει ευρηματικούς στίχους που στρέφονται κατά πάντων, κάτι που του δημιουργεί προβλήματα με τον νόμο. Στις Αποκριές του 1901 ο Θεοδοσίου μετατρέπει το αποκριάτικο άρμα σε σκηνή του Θεάτρου Σκιών, με ταμπέλα «Βουλή των Ελλήνων», ενώ ο ίδιος τραγουδά:
Εφέτος είναι μακριά
η προσφιλής Αποκριά,
και λέγουν πως θ’ αργήσει,
αλλ’ ευτυχώς μετ’ ου πολύ
θ’ αρχίσει πάλι η Βουλή
τον κόσμο να γλεντήσει.
Κι αν μασκαρεύωνται πολλοί
κι αφέντες και κυράδες,
εγώ, θαρρώ, μέσ’ στη Βουλή
πως είναι… οι μασκαράδες!
Σύλληψη
Το στιχούργημα αυτό θεωρείται προσβλητικό. Ο μασκαρεμένος Θεοδοσίου κυνηγιέται και συλλαμβάνεται από έξαλλο αστυνομικό που λέει: «Ακούτ’ εκεί κατάστασις, τους παλιανθρώπους! Λαός Βουλή! Ενώ τους είπα χίλιες φορές πως τα προσωπικά απαγορεύονται!». Προς υπεράσπιση του «ποιητή του κάρου» σπεύδει ο Τύπος της εποχής σχολιάζοντας την επόμενη ημέρα: «Κατά την δικήν μας γνώμην δεν διακωμώδησε ο Θεοδοσίου την Βουλήν αλλά η Βουλή διακωμωδεί το άρμα του Θεοδοσίου».

Ο Βαγγελάρας και η καμήλα του
Αλλη μορφή της αθηναϊκής Αποκριάς αποτελεί στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο λεγόμενος Βαγγελάρας. Ο τελευταίος κατασκευάζει τις ημέρες του Καρνάβαλου, με κουρέλια, σανίδια, προβιές, παλιά χαλιά και μασέλα αλόγου, μία αυτοσχέδια καμήλα. Σε αυτή μπαίνει μέσα η πιτσιρικαρία της εποχής ενώ ο Βαγγελάρας από πίσω χτυπά το τουμπερλέκι. Η καμήλα περπατά, χορεύει, αρπάζει καπέλα, αλλά, κυρίως, ανοίγει το στόμα της για να δεχτεί φρούτα, ψωμιά και κάθε είδους κεράσματα του κοινού που διασκεδάζει μαζί της, αλλά και δέχεται τις πλάκες εις βάρος της. Στις Αποκριές του 1931 κάποιοι πετούν κάτω από τις προβιές αναμμένα κάρβουνα με αποτέλεσμα η καμήλα να σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα…
Ο θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος Τίμος Μωραϊτίνης αποτελεί μεγάλο θαυμαστή του Βαγγελάρα. Οταν ο τελευταίος φεύγει από τη ζωή, τη δεκαετία του ’30, ο Μωραϊτίνης τον αποχαιρετά με τoν παρακάτω έμμετρο επικήδειο:
Ο Βαγγελλάρας άρρωστος, ο γερο-γκαμηλιέρης!
Πού να τον ξέρεις;
Πάντα μουντζούρης έβγαινε με κόκκινο γελέκι,
μπρος η Γκαμήλα, πίσω αυτός, βαρώντας τουμπερλέκι,
και τραγουδώντας στα πολλά της γειτονιάς στενά:
«Σιναινά !Σιναινά».
Κ’ είπε αν πεθάνει ένα πρωί κι αν είναι Αποκριά,
να μην τον θάψουν μακριά.
Μουντζούρη να τον βάλουνε επάνω σε δυο ξύλα,
να πει τον επικήδειο κι ο ποιητής του κάρου,
για να χαρεί η Αποκριά και η καρδιά του Χάρου!
Κι ο Βαγγελάρας πέθανε! Κι οι φίλοι του τον κλάψανε μ’ αληθινό τους δάκρυ.
Μουντζούρη τον επήγανε, μουντζούρη τον εθάψανε,
κι εγράψανε στην άκρη:
«Εδώ κοιμάται ήσυχα κάποιος μεγάλος φουκαράς,
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς
μία φορά το χρόνο μόνο…».