Στις 13 Μαρτίου 2025, ο δικαστής Λιούις Λίμαν έκανε δεκτό το αίτημα της Λάιβλι για την προστασία ευαίσθητων πληροφοριών κατά τη διάρκεια της προδικαστικής φάσης. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένα έγγραφα και επικοινωνίες θα χαρακτηριστούν ως «μόνο για τα μάτια των δικηγόρων», δηλαδή μόνον οι δικηγόροι των εμπλεκομένων θα έχουν πρόσβαση σε αυτά. Η απόφαση αυτή ελήφθη λόγω της φύσης της υπόθεσης, η οποία περιλαμβάνει ισχυρισμούς για σεξουαλική παρενόχληση και εμπλέκει πολλές διασημότητες και δημοσιογράφους.
Ο δικαστής σημείωσε ότι η προδικαστική εξέταση θα περιλαμβάνει αναγκαστικά εμπιστευτικές και ευαίσθητες επιχειρηματικές και προσωπικές πληροφορίες και ο κίνδυνος της δημοσιοποίησής τους είναι μεγάλος. Ωστόσο, η προστασία αυτή δεν επεκτείνεται στη φάση της δίκης. Κατά τη διάρκειά της, τα έγγραφα που θα παρουσιαστούν στο δικαστήριο θα καταστούν δημόσια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι ευαίσθητες πληροφορίες θα προστατευτούν κατά την προδικαστική φάση, μπορεί να γνωστοποιηθούν στο ευρύ κοινό κατά τη διάρκεια της δίκης.
Η νομική διαμάχη μεταξύ της Λάιβλι και του Μπαλντόνι ξεκίνησε όταν η ηθοποιός κατέθεσε αγωγή εναντίον του, κατηγορώντας τον για σεξουαλική παρενόχληση, αντίποινα, παραβίαση συμβολαίου και πρόκληση συναισθηματικής δυσφορίας.
Σύμφωνα με την αγωγή, ο Μπαλντόνι επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως προβολή ακατάλληλων βίντεο και αναφορά σε προσωπικά ζητήματα της Λάιβλι. Σε απάντηση, ο Μπαλντόνι κατέθεσε αγωγή ύψους 250 εκατομμυρίων δολαρίων εναντίον των «New York Times», κατηγορώντας τους για συκοφαντική δυσφήμηση λόγω δημοσιεύματος που παρουσίαζε αναλυτικά τις κατηγορίες της Λάιβλι.
Ο Μπαλντόνι υποστηρίζει ότι το άρθρο περιλάμβανε ανακρίβειες και βασιζόταν αποκλειστικά στο «στρατηγικά διαμορφωμένο αφήγημα» της Λάιβλι, αγνοώντας αντικειμενικά στοιχεία που αντικρούουν τους ισχυρισμούς της. Η δίκη αναμένεται να ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2026, με τις δύο πλευρές να προετοιμάζονται για μία μακρά και περίπλοκη νομική μάχη.