Η γυναίκα αρχίζει να αυτονομείται βγαίνοντας από το σπίτι και κατακτώντας, σταδιακά, ανδρικά «κάστρα», που λίγα χρόνια πριν έμοιαζαν άπαρτα. Μπορεί να είναι ακόμα χαμηλά στην ιεραρχία, αλλά πλέον εργάζεται, οδηγεί αυτοκίνητο, υιοθετεί όλο και προκλητικότερα για την εποχή ντυσίματα, χορεύει τσάρλεστον και καπνίζει ανερυθρίαστα σε κοινόχρηστους χώρους.

Κατηγορίες
Η περιστασιακή μόδα των κοντών μαλλιών, των παντελονιών και του καπνίσματος οδηγεί σε συμπεράσματα τύπου «η γυναίκα χάνει τον εαυτό της ομοιάζοντας όλο και περισσότερο στον άνδρα». Δημοσίευμα του 1930 την «κατηγορεί» για «περίεργες τάσεις» και ότι έχοντας επηρεαστεί από το μεταπολεμικό κλίμα, «έχει ροπάς επαναστατικάς ή μάλλον εξετροχιάσθη», για να συνεχίσει: «Από της εποχής που εκόπησαν τα μαλλιά και επεβλήθη η κοντή φούστα, τα θήλεα της νέας εποχής έχουν καταστεί αντάρτιδες. Η ομιλία των είναι τολμηρά, και πολλάκις θρασεία και αι συνήθειαι τας οποίας απέκτησαν ξενίζουν πολλάκις και τα φιλελεύθερα πνεύματα».

Οι μεγαλοαστές της εποχής διασκεδάζουν στις μεγάλες δεξιώσεις που διοργανώνουν σημαντικές αθηναϊκές οικογένειες σε πολυτελέστατες βίλες σε Κηφισιά, Καστρί, Νέο και Παλαιό Φάληρο, εικόνα των οποίων προσφέρουν οι κοσμικές στήλες της εποχής: «Μια ευχάριστη ταράτσα είχε μεταβληθεί εις κομψότατον υπαίθριον σαλόνι με λουλουδένιο διάκοσμο, ορτανσίες μοβ και ροζ και πελώριες μαργαρίτες, κινέζικα ντιβάνια και παραβάν, σε χρώματα ζωηρά μπλε ρουά και κίτρινα». Στην έπαυλη του κ. Δημητρακόπουλου η διακόσμηση περιελάμβανε «…ως φόντο μια αξιοθαύμαστη για τα σπάνια τροπικά φυτά της σερράν. Ενα αιγυπτιακό σαλονάκι συγκέντρωνε όσους εκάπνιζαν. Στον κήπο το θέαμα ήταν μαγευτικό. Υπό το σεληνόφως διέκρινε κανείς αιθέριες σιλουέτες και τουαλέτες φαντασμαγορικές, λευκές, ροζ, μπλε λαβάντ». Δεξιώσεις και χοροί γίνονται υπό τους ήχους του φωνόγραφου, ενώ στη μόδα είναι οι απογευματινές συναντήσεις για μπριτζ και χαρτιά συνοδευόμενες από ποτό μαστίχας.

Ιπποδρομίες
Εξίσου δημοφιλής προορισμός του γυναικείου πληθυσμού της Αθήνας είναι, όσο κι αν σήμερα ακούγεται παράξενο, ο Ιππόδρομος, που αποτελεί κοσμικό γεγονός που συγκεντρώνει τους κορυφαίους της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ιεραρχίας. Οι γυναίκες εμφανίζονται, κατά τον Τύπο της εποχής, με «ομπρελίνα διά τον ήλιον πολύχρωμα, που εφιγουράριζαν επάνω από τα λαξευτά κεφαλάκια των κομψωσώμων Ατθίδων και εις τις εύμορφες ροδόχροες όψεις των έλαμπε το χαμόγελο της τέρψεως», ενώ πολλοί θεωρούν πως η μάχη της καλύτερης τουαλέτας και καπέλου είναι σκληρότερη από τον αγώνα των αλόγων…

Παρά τις… επαναστατικές τάσεις, γάμος και οικογένεια παραμένουν ακόμα τα απόλυτα φετίχ που χαρακτηρίζουν τη ζωή μιας γυναίκας ως επιτυχημένης και στην αντίληψη αυτή συνδράμουν τα λαϊκά περιοδικά της εποχής με συμβουλές όπως η παρακάτω: «Εχετε διαβάσει τον Δον Κιχώτην; Εάν όχι, σας συνιστώ να τον διαβάσετε, διά να ιδήτε ότι και εκείνος ακριβώς όπως σεις, είχε δημιουργήσει διά της ρομαντικής φαντασίας του μίαν έκπαγλον κόρην την οποίαν είχε βαφτίσει Δουλτσινέαν και ήτις του απερρόφα όλας τας σκέψεις και τους λογισμούς. Η αισθηματική αυτή παράκρουσις ήτις σας έχει κυριεύσει και εσάς, δεν θεραπεύεται δυστυχώς διά φαρμάκων. Και το μόνον που έχετε να κάμετε είναι ακριβώς αυτό διά το οποίον με ερωτάτε, δηλαδή να νυμφευτείτε. Διά του μέσου τούτου υπάρχει ελπίς, ή μάλλον βεβαιότης, ότι το μυαλόν σας θα έλθη στην θέσιν του». Για να έρθει το μυαλό ανύπανδρων γυναικών και ανδρών «στην θέσιν του» δημιουργείται μάλιστα το 1929 το πρώτο γραφείο συνοικεσίων με την επωνυμία «Πανελλήνια Κοινωνική Ενωση».
Πανεπιστήμια
Η παρουσία φοιτητριών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν προκαλεί πλέον έκπληξη και αντιδράσεις όπως παλιότερα, ενώ ο Γρηγόριος Ξενόπουλος παρατηρεί το 1920 ότι στη Φιλοσοφική Σχολή «…οι φοιτήτριες κατήντησε να είναι περισσότερες από τους φοιτητάς». Φυσικά, η εικόνα της γυναίκας οδηγού εξακολουθεί να ξενίζει προκαλώντας σκωπτικά σχόλια για την επικινδυνότητα της οδήγησής της. Στο θεατρικό σανίδι πρωταγωνιστούν η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη, ενώ ο τίτλος «Μις Ευρώπη» της Αλίκης Διπλαράκου, το 1930, εκτός της ομορφιάς, φέρνει στην επιφάνεια την Ελληνίδα του μέλλοντος, αφού η ίδια μιλάει τρεις ξένες γλώσσες.
Η αμηχανία των ανδρών από την ξαφνική βελτίωση του κοινωνικού ρόλου της γυναίκας μεταβάλλεται σε φόβο μετά τη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου από την πεθερά και τη σύζυγό του, το 1931. Στο κορυφαίο έγκλημα του Μεσοπολέμου, η γυναίκα μετατρέπεται από θύμα σε θύτης με ιδιαίτερα φρικιαστικό τρόπο. Το θύμα δολοφονείται, καίγεται, τεμαχίζεται και πετιέται στις όχθες του Ιλισού και η εικόνα της απροστάτευτης γυναίκας αλλάζει μέσα σε μία νύχτα σε «κακούργα και μοχθηρή», ενώ ο σύζυγος που την κακοποιούσε γίνεται «καημένος», στο γνωστό, μέχρι σήμερα, τραγούδι «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου έμελλε να πάθεις».

Επιθεώρηση για τη «νέα γυναίκα»
Η επερχόμενη γυναικεία επανάσταση παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1908 στην επιθεώρηση «Παναθήναια». Εκεί, η εικοσάχρονη Μαρίκα Κοτοπούλη τραγουδά, φορώντας κοντή φούστα, κολάρο, γραβάτα, σακάκι, ρεπούμπλικα και κρατώντας μαγκούρα, το γνωστό μέχρι σήμερα τραγούδι «Νέα Γυναίκα», σε μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη και στίχους των Γιώργου Τσοκόπουλου και Μπάμπη Αννινου:
Κάτου τα βέλα και τα καπέλα
και τα φτερά και η νουβέλ και τα μωρά
δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες
και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά
Εγώ είμαι η νέα γυναίκα
που θα καπνίζω και θα ψηφίζω
η κάθε μια μας αξίζει για δέκα
δεν δίνω γι’ άντρες έναν παρά
Δεν θέλω τώρα λιλιά και δώρα
δεν είμαι πια παλιού καιρού νοικοκυρά
με υποσχέσεις, ρουσφέτια, θέσεις
και διεκδικώ και τον παρά με την ουρά
Δεν θέλω τώρα λιλιά και δώρα
δεν είμαι πια παλιού καιρού νοικοκυρά
με υποσχέσεις, ρουσφέτια, θέσεις
και ψήφο θα ’χω και τιμάς και τον παρά.
Φυσικά, τα περισσότερα από τα παραπάνω ισχύουν, σχεδόν αποκλειστικά, για τη μεσοαστική και παραπάνω τάξη. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών της εποχής τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα είναι. Πολιτικά δεν έχουν ακόμα δικαίωμα ψήφου και μόλις το 1930 αποκτούν το δικαίωμα του εκλέγειν, αποκλειστικά για τις δημοτικές εκλογές, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η εργαζόμενη Ελληνίδα θεωρείται φθηνό εργατικό δυναμικό, δουλεύοντας πολλές ώρες σε άθλιους εργασιακούς χώρους και εργοστάσια, με ελάχιστα δικαιώματα, ενώ αντίστοιχο γολγοθά σηκώνει και η μέση Ελληνίδα νοικοκυρά. Οι μόνοι που φαίνονται να μένουν πίσω από τις εξελίξεις είναι οι άνδρες, που αναζητώντας απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα «τι θέλουν επιτέλους οι γυναίκες;» προτείνουν, μέσα από την εφημερίδα «Εμπρός», το 1930, αντίστοιχο διαγωνισμό που θα βραβεύσει τις καλύτερες τρεις απαντήσεις…