Οσο η οικονομία αναπτύσσεται και δημιουργούνται εισοδήματα, και κατ’ επέκταση δημοσιονομικός χώρος, τόσο πιο έντονα θα είναι τα αιτήματα κλάδων ή επαγγελματικών ομάδων για συμμετοχή στο «μέρισμα».
Μέχρι τώρα το θέμα αντιμετωπιζόταν με έκτακτες λύσεις, αυτό υπαγόρευαν οι συνθήκες, όχι μόνο γιατί η οικονομία βρισκόταν στα πρώτα βήματα της ανάκαμψης, αλλά και γιατί οι διεθνείς κρίσεις από την πανδημία μέχρι το Ουκρανικό και την ενέργεια απαιτούσαν παρεμβάσεις κατά περίπτωση. Τα διάφορα «Pass», πότε για τα καύσιμα και πότε για τα τρόφιμα, μπάλωσαν τρύπες σε δύσκολες περιόδους, όταν το φυσικό αέριο κάλπαζε και οι τιμές στην αντλία ξεπερνούσαν τα 2 ευρώ για την αμόλυβδη.
Τώρα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα περίοδο της οικονομίας. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει μπει σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης, προσελκύει κεφάλαια, όπως φαίνεται από τις υπερκαλύψεις εκδόσεων ομολόγων από Δημόσιο και τράπεζες, ενώ ο τουρισμός ετοιμάζεται για νέα ρεκόρ στη φετινή περίοδο.
Είναι εύλογο τα αιτήματα να πυκνώνουν, όχι μόνο από αγρότες αλλά από το σύνολο των μελών της παραγωγικής μηχανής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Εργάνης», ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 6,4% το 2023 έναντι του 2022 και διαμορφώνεται πλέον στα 1.250 ευρώ. Η αύξηση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην άνοδο του κατώτατου μισθού, που αποφασίσθηκε πέρυσι, αλλά και στις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας – οι εργοδότες αποφασίζουν να πληρώσουν καλύτερα τους εργαζομένους που θέλουν να απασχολούν βλέποντας ότι υπάρχει έλλειψη προσωπικού.
Στο Δημόσιο ισχύουν από φέτος οι νέοι αυξημένοι μισθοί, για πρώτη φορά ύστερα από την πολύχρονη μνημονιακή καταιγίδα, στις συντάξεις αποφασίσθηκαν αναπροσαρμογές, ενώ από τον Απρίλιο θα υπάρξει και νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό των εργαζομένων.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Ο Προϋπολογισμός το 2023 υλοποιήθηκε με υπέρβαση των στόχων και το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν υψηλότερο των αρχικών εκτιμήσεων κατά τουλάχιστον 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ. Φέτος, ο πήχης είναι υψηλότερος, αλλά και πάλι η ανάπτυξη αναμένεται να δημιουργήσει φορολογικά έσοδα που θα συμβάλουν στην επίτευξή του.
Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: Πώς θα πρέπει να κατανεμηθεί στην κοινωνία το μέρισμα της ανάπτυξης; Οι αγρότες, για παράδειγμα, δεν θεωρούν επαρκή την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, που θα έχει δημοσιονομικό κόστος 82 εκατομμύρια ευρώ, και θέλουν αφορολόγητα καύσιμα; Μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα, όταν με αυτόν τον τρόπο, πέρα από το πολλαπλάσιο δημοσιονομικό κόστος, θα ανοίξει μία πηγή λαθρεμπορίου;
Το βέβαιο είναι ότι τώρα που η οικονομία αναπτύσσεται και τα νοικοκυριά παίρνουν ανάσες, δεν πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, που άλλωστε όχι μόνο δεν έλυσαν προβλήματα αλλά προετοίμασαν το έδαφος της κρίσης.
Τα χρήματα πρέπει να δίδονται με σύνεση και κυρίως με ανταποδοτικό χαρακτήρα. Να επιλυθούν διαρθρωτικά προβλήματα των αγροτών, όπως η οργάνωσή τους, για να διασφαλίζουν καλές και καθαρές τιμές στις αγορές, να δοθούν πόροι για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων τους, τη δημιουργία θερμοκηπίων και ποιμνιοστασίων με βάση τις νέες τεχνολογίες, αυτή θα είναι πραγματική βοήθεια για τους παραγωγούς και κυρίως τους νέους.
Το ίδιο πρέπει να ισχύσει στο σύνολο της οικονομίας. Να δίδονται αυξήσεις στο Δημόσιο, αλλά να συνδεθούν και με την παραγωγικότητα, η αξιολόγηση να αποτελεί κριτήριο για τις αναπροσαρμογές. Αλλιώς ποτέ κανένας δεν θα είναι ευχαριστημένος, όλοι θα θεωρούν «ψίχουλα» τις αυξήσεις ή τις ενισχύσεις και η χώρα θα οδεύει προς το παρελθόν, όταν πρέπει να ανοίξει πανιά για το μέλλον.