Οπως και να ’χει, παραήταν καλή για να είναι αληθινή η υπόσχεση μιας ξεπεσμένης ιμπεριαλιστικής δύναμης και νυν αδύναμης χώρας του ευρωπαϊκού Νότου (όχι πάντως πιο αδύναμης από την «πιάσαμε-πάτο» Ελλάδα) να αποζημιώσει όλους τους λαούς που υποδούλωσε, εκμεταλλεύτηκε και δολοφόνησε επί σχεδόν πέντε αιώνες σε Αφρική, Νότια Αμερική και Ασία. Για να βρει τα λεφτά, πιθανόν να μην της φτάνει ούτε όλος ο Προϋπολογισμός της, αν και ο Ντε Σόουζα ήταν μετριοπαθής ως προς το λογαριασμό. Πρότεινε διαγραφή χρέους και οικονομική βοήθεια, που κι αυτά δεν είναι ευκαταφρόνητα.
Προτού συνέλθουν από την έκπληξη οι κυβερνήσεις Βραζιλίας, Αγκόλας, Πράσινου Ακρωτηρίου, Ανατολικού Τιμόρ και μερικών ακόμη πρώην πορτογαλικών κτήσεων, η κεντροδεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας του Λουίς Μοντενέγκρο ξεκαθάρισε πως δεν σκοπεύει να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί πάγια γραμμή όλων των πορτογαλικών κυβερνήσεων μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων, η 50ετηρίδα της οποίας φαίνεται ότι ξύπνησε ρομαντικά συναισθήματα σε κάποιους θεσμικούς παράγοντες. Δριμεία αντίθεση στις αποζημιώσεις εξέφρασε και το ακροδεξιό Chega (όπως θα έκανε η AfD, αν κάποιος Γερμανός πρόεδρος… τρελαινόταν μια μέρα και ζητούσε να επιστραφεί το Κατοχικό Δάνειο στην Ελλάδα).
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Ο Σόουζα πάντως έδειξε να πιστεύει στ’ αλήθεια πως η χώρα του πρέπει να πονέσει οικονομικά για να αποκαταστήσει τα μακροχρόνια εγκλήματά της (στα οποία συγκαταλέγεται η μεταφορά 6 εκατομμυρίων Αφρικανών σκλάβων στην αμερικανική ήπειρο). «Δεν μπορούμε να το κρύβουμε άλλο κάτω από το χαλί. Πρέπει να ενεργοποιήσουμε τη διαδικασία», τόνισε. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν στο στιλ «τσάι και συμπάθεια». Αριστες σχέσεις με τις πρώην αποικίες, καλή οικονομική και πολιτιστική συνεργασία, αλλά… εσκούδος δεν υπάρχουν.