Τα μηνύματα που προκύπτουν για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ήταν ευδιάκριτα.
Η μεγάλη πλειοψηφία που υποστηρίζει το κυβερνών κόμμα θέλει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Αναγνωρίζουν στον Μητσοτάκη ότι εκπροσωπεί τις δυνάμεις σύγκλισης της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ζητούν ταχύτερα βήματα. Στηρίζουν την κυβέρνηση, ελέγχουν τις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να είναι το σύνθημά τους, για να παραφράσουμε το γνωστό μότο της «Ελευθεροτυπίας». Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν ανατροπή δεδομένων, άλλωστε η θετική πορεία της οικονομίας και του τουρισμού δεν αφήνει περιθώρια για αμφιταλαντεύσεις και πειραματισμούς, τελικώς θα κρίνουν συνολικά την κυβέρνηση στο τέλος της τετραετίας. Είναι, πάντως, πρωτοφανής η αντοχή της Νέας Δημοκρατίας, που από το 2016 διατηρεί μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα κόμματα, όμως η παράταξη χρειάζεται συσπείρωση, ιδίως στη δεξιά της πτέρυγα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να δώσει χαρακτήρα δημοψηφίσματος στις ευρωκάλπες και εκ του αποτελέσματος το εγχείρημα αυτό δεν πέτυχε. Το ποσοστό του υπολείπεται κατά πολύ σε σχέση με το 24% των ευρωεκλογών του 2019, ενώ είναι χαμηλότερο και από το 17,8% του περασμένου Ιουνίου. Ο Κασσελάκης θα διατηρηθεί στην καρέκλα του, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει επαφή με το αριστερό κοινό του, λειτουργεί πλέον ως ένα προσωποπαγές κόμμα.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Η δεξαμενή των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μικρή, η αδυναμία του Κασσελάκη να διεμβολίσει το χώρο του Κέντρου είναι εμφανής, όταν μάλιστα επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τα λεφτόδεντρα και την τοξικότητα. Ο ίδιος είχε ξεκινήσει την εκστρατεία του λέγοντας ότι έπρεπε να είχαν στηθεί κάλπες και για εθνικές εκλογές, χθες θα κατάλαβε ότι δεν πρέπει να συγχέει τον ίσκιο με το πολιτικό του μπόι.
Στο ΠΑΣΟΚ κράτησαν δυνάμεις και θα μπορούσαν να είχαν καλύτερα αποτελέσματα εάν δεν είχαν κλοτσήσει ευκαιρίες στο χώρο των μεταρρυθμίσεων και της Κεντροαριστεράς. Δεξιότερα της Ν.Δ., τα κόμματα, αθροιστικά, έλαβαν αυξημένα ποσοστά, με κερδισμένο τον Κ. Βελόπουλο, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ο κατακερματισμός των δυνάμεων δεν εγγυάται αντίστοιχη πορεία προς τις εθνικές εκλογές.
Από ποιον κινδυνεύει, λοιπόν, η κυβέρνηση; Από τον εαυτό της. Πρέπει να γίνει η αποτίμηση, να διαπιστωθεί πού υπήρξε υστέρηση έργου και ποιες είναι οι καθυστερήσεις. Το βασικότερο, βέβαια, στοιχείο είναι η επαφή με την κοινωνία, οι πολίτες έστειλαν το μήνυμά τους και διά της αποχής και αυτό πρέπει να το λάβουν όλοι υπόψη τους. Πρακτικά, η κυβέρνηση οφείλει να θέσει σαφείς στόχους τριετίας, ώστε οι πολίτες να παρακολουθούν την πορεία και να είναι συμμέτοχοι στην προσπάθεια. Επίσης, τα ζητήματα της καθημερινότητας απαιτούν πιο τολμηρές αποφάσεις, η χαλαρότητα δεν είναι χαρακτηριστικό επιτυχίας.
Ο Κασσελάκης στριμώχτηκε στις δυνάμεις του λαϊκισμού, όπου δεν υπάρχουν εφεδρείες, και θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα όσο η κυβέρνηση προχωρά το πρόγραμμά της. Ο Μητσοτάκης έχει μπροστά του τρία χρόνια σκληρής δουλειάς, διάστημα ικανό για να φανούν τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων.