Η είδηση ότι η Βρετανία ανταποκρίθηκε στο ελληνικό αίτημα και αποδέχθηκε την πρόσκληση σε διάλογο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, δεν είναι απλά είδηση, είναι παγκόσμια είδηση. Και μια επιβεβαίωση πως, μετά από 40 χρόνια, για πρώτη φορά κάτι κινείται.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Παρά τις προσπάθειες όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιμονή, αυτή τη φορά φαίνεται πως χτυπήσαμε «φλέβα». Oχι ψαχουλεύοντας στα τυφλά, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο, και κυρίως με αλλαγή στρατηγικής που δείχνει να αποδίδει. Εντάξει, κανείς δεν λέει πως το βρετανικό τείχος έπεσε, αλλά πλέον βλέπουμε τις πρώτες ρωγμές. Ο χαρακτηρισμός από την UNESCO ότι το θέμα είναι διακρατικό, άρα αφορά στις δύο χώρες στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο και δεν αποτελεί απλά ένα ζήτημα μεταξύ μουσείων, δεν είναι τυπική διατύπωση, αλλά σημείο-«κλειδί», το οποίο μπορεί να ξεκλειδώσει εξελίξεις.
Στα υπέρ είναι επίσης η εντυπωσιακή μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης και η δημόσια υποστήριξη του ελληνικού αιτήματος από φωνές που διαμορφώνουν πολιτικές στη Μεγάλη Βρετανία, όπως των «Times του Λονδίνου». Οσο για την παρουσία του Μπόρις Τζόνσον στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, για το συγκεκριμένο θέμα μόνο ως ευτυχής συγκυρία μπορεί να εκληφθεί, δεδομένου ότι στο παρελθόν (με την ιδιότητα του δημάρχου του Λονδίνου) είχε τοποθετηθεί με ευνοϊκό τρόπο υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών κάτω από τον αττικό ουρανό. «Σε έναν ιδανικό κόσμο, τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν θα αφαιρούνταν ποτέ από την Ακρόπολη και θα ήταν δυνατό έτσι να τα βλέπαμε στη φυσική τους θέση», έγραφε τότε. Βέβαια, δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο που αναζητά διατήρηση ισορροπιών με πρακτικές λύσεις.
Η ελληνική πρόταση, όπως διατυπώθηκε στο άρθρο του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στη «Mail on Sunday», πριν μερικούς μήνες, ήταν ακριβώς αυτό. Πρακτική. «Η επανένωση των Γλυπτών θα ήταν πολύ πιο εύκολη εάν η βρετανική κυβέρνηση αναιρούσε τους πολιτικούς περιορισμούς που “δένουν τα χέρια” του Βρετανικού Μουσείου, υπό τη μορφή του βρετανικού νόμου περί μουσείων του 1963», έγραφε, ζητώντας την τροποποίηση από τον Βρετανό πρωθυπουργό της σχετικής νομοθεσίας. Τη δυνατότητα αυτή θα έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν οι δύο πλευρές, όταν με το καλό συναντηθούν.