Εκτός εάν θεωρεί κάποιος καλόπιστος ψηφοφόρος ότι οι πολεμικές εικόνες που επικρατούσαν στο Συνέδριο, με συγκρούσεις μέχρι την τελευταία στιγμή για οργανωτικά ζητήματα, που όμως περιείχαν πολιτικό περιεχόμενο, όπως ο τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας και των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, παρέπεμπαν σε ένα κόμμα που είναι έτοιμο να διεκδικήσει την εξουσία σε διάστημα 12 μηνών από σήμερα.
Υποτίθεται ότι βασικός σκοπός των συνεδρίων είναι η συσπείρωση της βάσης, η διεύρυνση της απήχησής του σε άλλους χώρους όπου είναι εφικτό και η προγραμματική επάρκεια για την επόμενη ημέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε κάτω από τον πήχυ σε όλα τα επίπεδα, η εσωστρέφεια κυριάρχησε και οι χρόνιες αδυναμίες του αποκαλύφθηκαν μέσα από τους διαπληκτισμούς κορυφαίων στελεχών και την απουσία επεξεργασμένου προγραμματικού λόγου. Η ατζέντα του Συνεδρίου δεν περιστράφηκε γύρω από την επόμενη μέρα της χώρας, αλλά περιορίσθηκε στην επόμενη ημέρα του κόμματος, ας μην εθελοτυφλούν στην Κουμουνδούρου, οι «σύντροφοι» της «Ομπρέλας» πήραν θέση για να αμφισβητήσουν την ηγεσία μετά από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών.
Ποιες είναι όμως οι παθογένειες του ΣΥΡΙΖΑ, που αναδείχθηκαν μέσα από τους συντροφικούς προπηλακισμούς;
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Πρώτον, προγραμματική ένδεια. Ο κ. Τσίπρας μίλησε για δεσμεύσεις όταν η κοινή γνώμη τον θεωρεί πλήρως αναξιόπιστο μετά την κυβερνητική του θητεία, κατά την οποία έπραξε τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δουλέψει το πρόγραμμά του, δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα πώς θα έρθει μία επένδυση για να δημιουργηθούν εισοδήματα και θέσεις εργασίας, δεν προσθέτει λύσεις, αλλά επιστρέφει σε παρωχημένα συνθήματα και απαξιωμένες οικονομικά προτάσεις.
Δεύτερον, πολιτική απομόνωση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει όταν μιλάει για προοδευτική κυβέρνηση, την οποία όμως απορρίπτουν το Κίνημα Αλλαγής, το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ. Ο Ανδρουλάκης δηλώνει ότι «από εμάς δεν θα ξαναδούν πρωθυπουργική καρέκλα ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης». Μεταξύ μας, η αποστροφή αυτή του Ανδρουλάκη προσθέτει ακόμη ένα απρόσμενο κέρδος για τον Μητσοτάκη, που θα διεκδικήσει την επανεκλογή του με βασικό διακύβευμα «αυτοδυναμία ή περιπέτειες».
Τρίτον, ανασφάλεια της ηγετικής ομάδας. Η επιλογή του Τσίπρα να ορίσει ότι και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής θα εκλέγονται από τη βάση και όχι από τα κομματικά όργανα είναι ένδειξη αδυναμίας και όχι ισχύος. Για το λόγο αυτόν η εσωκομματική αντιπολίτευση, στην οποία μετέχουν ιστορικά στελέχη όπως ο Βούτσης, ο Παπαδημούλης, ο Φίλης, ο Τσακαλώτος και ο Σκουρλέτης, αντέδρασε μέχρι τέλους στην προσπάθεια των «προεδρικών» να ελέγξουν το κόμμα και σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής.
Τέταρτον, χαμηλή εμβέλεια διεθνώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς κυβέρνησε την Ελλάδα και τώρα έχει θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εμφανιζόταν μέχρι το 2015 ως ο ηγέτης που θα άλλαζε την Ευρώπη μέχρι να φτάσουμε στο δημοψήφισμα και την περιβόητη «κωλοτούμπα», που έγινε παγκοσμίως γνωστή. Στο Συνέδριο έλειψαν οι δυνατές διεθνείς παρουσίες, μόνο ο σύντροφος της Συμφωνίας των Πρεσπών Ζάεφ είχε την τιμητική του, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες της Σοσιαλδημοκρατίας αρκέσθηκαν σε αποστολή χαιρετισμών.
Πέμπτον, αρχηγισμοί χωρίς προοπτική. Ο Τσίπρας μπορεί να αισθάνεται «κυρίαρχος» στο κόμμα, επιβάλλοντας τους όρους του, και ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει μετατραπεί σε αρχηγικό σχηματισμό. Ομως το δύσκολο για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν να παρακάμψει τις αντιστάσεις της «Ομπρέλας», αλλά το τι αποτέλεσμα θα φέρει στις επόμενες κάλπες. Μία νέα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα δρομολογήσει εξελίξεις, όποιοι κι αν είναι οι συσχετισμοί εντός κομματικών τειχών. Το έχουμε δει σε όλα τα κόμματα, η πολιτική φτώχεια φέρνει γκρίνια και δρομολογεί εξελίξεις. Οταν το κόμμα γίνεται αρχηγικό, ο λογαριασμός πάντα φτάνει στον αρχηγό.