Τη Μαρία Κάλλας, παγκόσμιο και εθνικό σύμβολο, την ήξεραν και τη θαύμαζαν όλοι και ας μην είχαν ιδέα από όπερα. Με τον Στέλιο Καζαντζίδη τραγούδησε, έκλαψε και καψουρεύτηκε όλη η τότε Ελλάδα. Βλέπετε, έκτοτε πέρασαν πολλές Ελλάδες, για να φτάσουμε στη σημερινή. Ισως κανένα άλλο σύγχρονο κράτος να μην έχει μεταλλαχθεί τόσο πολύ και τόσο γρήγορα όσο η χώρα μας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η αντιπαροχή από την Κυψέλη εξελίχθηκε σε real estate στην παραλιακή, η ξενιτιά της εργατιάς σε brain drain «πληροφορικάριων», τα τρανζιστοράκια σε ψηφιακές εφαρμογές στο κινητό μας και οι Τριάνες του Χειλά παίζουν τώρα στο YouTube. Μαζί με τη μουσική, την περίφημη κοινωνική κοινωνικότητα και την οικονομία εξελίχθηκε και η κουλτούρα μας.
Σήμερα κανείς δεν θα διανοείτο να υποστηρίξει πως «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» ούτε να γράψει ότι «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε». Αλλά δεν μιλάμε για το σήμερα ούτε για τα στερεότυπα που σπάνε. Μιλάμε για το φαινόμενο Καζαντζίδη, τον καλλιτέχνη που πρώτα αγόραζαν τους δίσκους του και μετά σκέφτονταν πώς θα τους ακούσουν. Το «Μαντουμπάλα/Δυο πόρτες έχει η ζωή» έκανε πωλήσεις που έφτασαν τις 100.000, όταν δεν υπήρχαν ούτε 40.000 πικάπ σε όλη την Ελλάδα.
Ο Καζαντζίδης δεν δημιουργήθηκε από τα τραγούδια που είπε, θα λέγαμε μάλιστα πως το φαινόμενό του δημιουργήθηκε παρά τα τραγούδια που είπε. Ηταν η συγκλονιστική ψυχή της φωνής του, αυτή που έκανε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο βιβλίο-αφήγηση από τον Ακη Πάνου ως τη Μαρινέλλα να βάλει τίτλο «Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης». Ηταν η αυθεντικότητα του ύφους του, η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του, τα πάθη, οι παραξενιές του, οι έρωτες και οι μοναξιές του όταν, στο απόγειο της δόξας του, τα βρόντηξε όλα κάτω, πήρε μία βάρκα και πήγε για ψάρεμα. Τότε που τόλμησε να τα βάλει με τις πανίσχυρες δισκογραφικές και το πλήρωσε, όμως άνοιξε τον δρόμο για την ανεξαρτησία των καλλιτεχνών. «Καθάρισε για το σινάφι», που έλεγε ο Ζαμπέτας.
Οπαδοί ψηφιακών συρφετών μίσους
Ο «Στελάρας» εξέφρασε την Ελλάδα του καημού, του έρωτα και του μεροκάματου στα ξένα σε μια απολύτως ταξική εποχή. Ο λαός είχε ρετσίνα και Καζαντζίδη, το Κολωνάκι βερμούτ και Κάλλας ή, όπως θαυμάσια έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης, ο Καζαντζίδης ήταν Σιβιτανίδειος, όχι κολέγιο, χωρίς όμως το ένα να αποκλείει το άλλο.
Απόδειξη η απήχηση που έχει σήμερα το «Υπάρχω». Λένε πως θα ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο εισιτήρια, κάτι που πιστώνεται ως μεγάλη επιτυχία του Τσεμπερόπουλου αλλά και των ερμηνευτών της ταινίας. Η επιλογή του Χρήστου Μάστορα κατάφερε να γεφυρώσει ένα κοινωνικό και ηλικιακό χάσμα γενεών, να ενώσει τα παιδιά της τραπ με τους παππούδες του λαϊκού τραγουδιού. Να φωτίσει διαδοχικά στρώματα ιστορίας που όσο περισσότερο τα ξύνεις τόσο περισσότερη Ελλάδα ανακαλύπτεις.