Η αρχή έγινε με τον Κώδικα Δεοντολογίας για ανακοινώσεις μείωσης της τιμής. «Σκυτάλη» παίρνει το νέο πλαίσιο εποπτείας της αγοράς και έπειτα μία δέσμη μέτρων για την τόνωση του ανταγωνισμού.
1 Κώδικας Δεοντολογίας
Τα αποκαλυπτήρια του Κώδικα Δεοντολογίας έγιναν στις αρχές Μαρτίου. Εκεί, περιγράφονται οι εμπορικές πρακτικές εκπτώσεων και προσφορών που πρέπει να αποφεύγονται από την αγορά. Πώς, δηλαδή, οι εμπορικές επιχειρήσεις δεν μπορούν, πλέον, να χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές για τον καταναλωτή σε σχέση με τα βασικότερα στοιχεία της έκπτωσης: την αρχική τιμή, το ποσοστό έκπτωσης ή το όφελος που αποκομίζει ο καταναλωτής από αυτήν.
2 Νέο πλαίσιο εποπτείας
Η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ) θα παρουσιάσει το νέο πλαίσιο εποπτείας της αγοράς και προστασίας του καταναλωτή στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο, περί τα τέλη Μαΐου. Στο επίκεντρο αυτής της πρωτοβουλίας είναι η αναβάθμιση του ρόλου του Συνηγόρου του Καταναλωτή (ΣτΚ), ο οποίος θα έχει και ελεγκτικές, αλλά και κυρωτικές αρμοδιότητες.
Για τη διαμόρφωση του πλαισίου θα υπάρξει διαβούλευση με εκπροσώπους της αγοράς. Επί της ουσίας, σκοπός είναι -όπως ανέφερε στον «Ε.Τ.» στέλεχος του ΥΠΑΝ με γνώση του αντικειμένου- να ενισχυθεί ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ώστε να είναι πιο επιδραστικός. «Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσε να κάνει. Δεν έχει ενεργοποιηθεί, πλήρως, ο ρόλος που μπορεί να παίξει στην Πολιτεία», σημείωσε, επισημαίνοντας, χαρακτηριστικά, πως η διαμεσολάβηση που, ήδη, κάνει ο ΣτΚ είναι μέσα στις αρμοδιότητες που πρέπει να ενισχυθούν.
Αν για παράδειγμα η Γενική Γραμματεία Εμπορίου επιβάλλει ένα πρόστιμο, ύψους 100.000 ευρώ, σε μία επιχείρηση που αισχροκερδεί, ο καταναλωτής δεν θα πάρει πίσω μέρος από αυτά τα χρήματα. Ο ΣτΚ, όμως, είναι ένα όργανο που διαμεσολαβεί μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτή, προκειμένου ο καταναλωτής να μπορέσει να αποζημιωθεί από την επιχείρηση. Αυτό γίνεται μέσω της διαμεσολάβησης, που αποτελεί ένα πρώτο βήμα, πριν ή για να μην πάει ο καταναλωτής στο δικαστήριο.
«Το ερώτημα είναι αν αυτή η διαμεσολάβηση θα μπορούσε να λάβει άλλα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα να είναι μία διαιτησία (σ.σ.: εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών). Υπάρχουν πολλές ιδέες. Αυτά θα συζητηθούν και θα δούμε πώς θα καταλήξει η πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο», πρόσθεσαν οι ίδιες πηγές.
Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα πλαίσιο που κρίνεται σκόπιμο, για να δώσει λύσεις σε ζητήματα όπως: φαινόμενα παραπλάνησης του καταναλωτή, αλλοίωσης των αγοραστικών του αποφάσεων, μη εφαρμογής των δικαιωμάτων του, για παράδειγμα του δικαιώματος υπαναχώρησης, αλλά και της ενημέρωσης, του δικαιώματος να μπορεί να βρει κάποιος τα στοιχεία μίας επιχείρησης, για να συνεννοηθεί και να αντιμετωπίσει προβλήματα που σχετίζονται με την παραγγελία του (επιστροφή παραγγελιών – ελαττωματικών και μη προϊόντων, μη παράδοση προϊόντων), δικαιώματα από ασφαλιστήρια συμβόλαια, από τραπεζικές συναλλαγές, δικαιώματα σε σχέση με την πληρωμή του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, αν τηρούνται τα συμβόλαια που υπογράφονται μεταξύ καταναλωτή και επιχειρήσεων, αν υπάρχουν υπερβολικές οχλήσεις σε δανειολήπτες κ.ά.
Μία βασική διαφορά αυτού του μέτρου από τον Κώδικα Δεοντολογίας είναι ότι ο τελευταίος αφορά, αποκλειστικά, στις εκπτώσεις και τις προσφορές.
3 Ενίσχυση του ανταγωνισμού
Τα μέτρα για την τόνωση του ανταγωνισμού θα πάρουν σειρά, μετά το νέο πλαίσιο εποπτείας της αγοράς και προστασίας του καταναλωτή. Και αύξηση του ανταγωνισμού σημαίνει: συμμετοχή περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά, καλύτεροι όροι συμμετοχής, περισσότερη ευκρίνεια στους καταναλωτές για το τι επικρατεί στην αγορά, πιο καθαρή επικοινωνία, έτσι ώστε να μην ευδοκιμούν «γκρίζες» πρακτικές σε βάρος του καταναλωτή.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πλήθος καταγγελιών που καταφθάνουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου προέρχεται από καταναλωτές που επιθυμούν να αγοράσουν συγκεκριμένα προϊόντα, αλλά τους φαίνονται πολύ ακριβά, πλέον. Η απορία αρκετών καταναλωτών είναι: «Γιατί δεν έρχεται το κράτος να ελέγξει τις τιμές, να τις “ρίξει” για να μπορέσουν να αγοράσουν αυτά τα προϊόντα πιο φτηνά;». Από το ΥΠΑΝ διερωτώνται, αντιστοίχως: «Γιατί ο καταναλωτής δεν αγοράζει ένα άλλο προϊόν πιο φθηνό, που είναι διαθέσιμο; Και αντ’ αυτού, επιμένει να ζητάει το ίδιο προϊόν, αλλά πιο φτηνά;».
«Υπάρχουν διαφόρων ειδών στρεβλώσεις στην αγορά, οι οποίες πολλές φορές δημιουργούν μεγαλύτερο κόστος για τους καταναλωτές. Για παράδειγμα μπορεί να υπάρχουν 10 επιχειρήσεις, οι οποίες πωλούν το ίδιο προϊόν, αλλά ο καταναλωτής επιμένει να το αγοράζει από μία. Και για ποιον λόγο γίνεται αυτό; Γιατί δεν ξέρει τους ανταγωνιστές, γιατί δεν τον αφήνουν να δει τους ανταγωνιστές, γιατί χρησιμοποιείται μία αθέμιτη εμπορική πρακτική που δεν επιτρέπει σε άλλους καλούς ανταγωνιστές να συμμετέχουν και να κάνουν γνωστά τα προϊόντα τους», εξήγησαν πηγές από το υπουργείο στον «Ε.Τ.».
Πιθανές απαντήσεις που δίνονται είναι πώς μπορεί η μία επιχείρηση να πληρώνεται στην ώρα της από το μεγάλο σούπερ μάρκετ, σε αντίθεση με την άλλη. Μπορεί να κάνει καλύτερες συμφωνίες λόγω του μεγέθους της που της δίνει καλύτερο στρατηγικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν μπορεί να το «σπάσει» μία άλλη επιχείρηση. Γεγονός που «φρενάρει» τον ανταγωνισμό.
Σκοπός των μέτρων, λοιπόν, είναι να δοθούν λύσεις σε σχέση με τους παράγοντες που επιτρέπουν σε κάποιες επιχειρήσεις να διατηρούν τη δεσπόζουσα θέση τους.
Εφόσον εφαρμοστούν αποτελεσματικά, ο καταναλωτής θα μπορέσει να δει τη διαφορά στις τιμές, αφού θα έχει περισσότερες επιλογές. «Η αγορά είναι ελεύθερη, αλλά όχι ασύδοτη», τονίζουν χαρακτηριστικά από το υπουργείο, προσθέτοντας: «Διευκολύνοντας όσους δυσκολεύονται να μπουν στην αγορά, θα μπορέσουμε να ρίξουμε και τις τιμές. Θα γίνει πιο ανταγωνιστικός αυτός που δεσπόζει στην αγορά, καθώς όταν “παίζει” μόνος του, δεν έχει να ανταγωνιστεί κανέναν. Οταν “παίζει” με πολλούς, ωστόσο, πιέζεται γιατί προφανώς θα χάσει τα μερίδιά του. Οσο διευκολύνεις, λοιπόν, το επιχειρείν και την είσοδο στις αγορές τόσο περισσότερος είναι ο ανταγωνισμός. Οσο, δηλαδή, γίνεται πιο εύκολη η πρόσβαση στην αγορά, όσο πιο ξεκάθαρη είναι η λειτουργία της από στρεβλώσεις, από προβλήματα τα οποία υπάρχουν, από νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες είναι ακατάλληλες ή προβληματικές, από πρακτικές επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν μείνει επί μακρόν και δεν ρυθμίζονται από το κράτος. Ολα αυτά θα πρέπει να τα δούμε».