Τι άλλαξε από τότε; Η υπόθεση των υποκλοπών ήταν ο απρόβλεπτος παράγοντας που σαν το «πέταγμα της πεταλούδας» πάντα έχει κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική. Η παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη τραυμάτισε τις σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος με το ΠΑΣΟΚ, ενώ η παράλογη απαίτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, πολύ πριν από την αποκάλυψη του θέματος των υποκλοπών, να μην είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος είχε υπονομεύσει το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας. Ποιος έχει το πρόβλημα από αυτή την εξέλιξη; Σε μία πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η κυβέρνηση χάνει ένα πεδίο συνεργασίας, καθώς τα δύο κόμματα είχαν συγκυβερνήσει στο πρόσφατο παρελθόν, όμως χαμένος μπορεί τελικά να βγει ο Ανδρουλάκης. Η πλειοψηφία της βάσης του ΠΑΣΟΚ παραμένει «αντισύριζα» και είναι πολύ πιθανό στις δεύτερες εκλογές, μετά τις πρώτες της απλής αναλογικής, φίλοι του κόμματος να στραφούν στη Νέα Δημοκρατία για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα.
Πώς, όμως, μπορεί να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση; Το ερώτημα σχετίζεται άμεσα με τον εκλογικό νόμο. Τον Ιούλιο ο Μητσοτάκης τασσόταν κατά της αλλαγής του εκλογικού συστήματος, θεωρώντας ότι το καλύτερο για τη χώρα είναι να υπάρχει μία αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εάν οι πολίτες δεν δώσουν στη Νέα Δημοκρατία το 37% που απαιτείται για 151 βουλευτές, τότε θα καλούσε το ΠΑΣΟΚ για συνεργασία. Το ενδεχόμενο της συνεργασίας δεν είναι πλέον πιθανό, ο Ανδρουλάκης χρησιμοποιεί το θέμα των υποκλοπών ως λόγο μη συνεργασίας, είναι φανερό ότι δεν θέλει να ενταχθεί σε κυβερνητικό σχήμα υπό τον Μητσοτάκη προτιμώντας τα έδρανα της αντιπολίτευσης παρέα με τον Τσίπρα.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Επομένως, το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο πρωθυπουργός είναι εάν θα επιμείνει στο ισχύον εκλογικό σύστημα ή αν θα επαναφέρει το νόμο Παυλόπουλου, που δίνει αυτοδύναμες κυβερνήσεις ακόμη και με 35%. Στην πρώτη περίπτωση, θα θέσει ισχυρό δίλημμα στους ψηφοφόρους για την ανάγκη να υπάρχει σταθερή κυβέρνηση σε δύσκολους καιρούς για τη χώρα που δέχεται συνεχείς απειλές από την Αγκυρα και αντιμετωπίζει τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης. «Θέλω 37% για να συνεχίσω το έργο μου και να μην μπει η χώρα στη σφαίρα της ακυβερνησίας», θα μπορούσε να είναι το διακύβευμα της κάλπης με προφανή πίεση στο ΠΑΣΟΚ. Η επιλογή αυτή είναι η πιο αποτελεσματική για να αντιληφθούν όλοι ότι η ακυβερνησία δεν είναι παιχνίδι, αλλά θα έχει μεγάλο κόστος για την οικονομία και τα εθνικά μας θέματα. Στη δεύτερη περίπτωση, θα κάνει πιο εύκολα τα πράγματα κατεβάζοντας τον πήχη της αυτοδυναμίας.
Πώς θα μπορούσε να αιτιολογήσει στην κοινή γνώμη την αλλαγή της θέσης του για τον εκλογικό νόμο, εάν φυσικά το πράξει; Η εύκολη λύση είναι να επικαλεστεί τη γνωστή ρήση του πρωτοπόρου οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος ερωτηθείς από έναν δημοσιογράφο για ποιο λόγο λέει άλλα πράγματα από αυτά που υποστήριζε πριν από μερικά χρόνια, είχε απαντήσει ότι «όταν οι συνθήκες αλλάζουν, και εγώ αλλάζω άποψη, εσείς δεν αλλάζετε;». Απλώς ας έχουν όλοι υπόψη τις άλλες δύο ιστορικές ρήσεις του Κέινς: «Οι άνθρωποι κάνουν το λογικό, αλλά μόνο αφού πρώτα εξερευνήσουν όλες τις άλλες εναλλακτικές» και «μόλις αρχίσει η αμφιβολία, εξαπλώνεται γρήγορα». Για αυτό και η απόφαση του κ. Μητσοτάκη δεν είναι απλή, όμως μπορεί τελικά να είναι αποτέλεσμα λογικής διαλύοντας τις αμφιβολίες.