Βέβαια, η ποσοτική καταγραφή δίνει μόνο ένα περίγραμμα και το ζητούμενο είναι να δούμε την ποιοτική ανάλυση επιμέρους δεικτών και στοιχείων. Πρόσφατα, ο ιστορικός Δημήτρης Παναγιωτόπουλος, μιλώντας στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, είχε κάνει μερικές κρίσιμες επισημάνσεις. Οπως ότι οι αγρότες στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο αξιοσημείωτο 11 με 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού και η γεωργία συνεισφέρει το 3,5% του ΑΕΠ. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη, σημείωνε ο κ. Παναγιωτόπουλος, είναι πολύ χαμηλότερα και δεν ξεπερνούν το 4-4,5% του εργατικού δυναμικού και το 1,5-2% του ΑΕΠ.
Η Αράχωβα μας έδειξε τον δρόμο: Τι πρέπει να μάθουμε για τις χειμερινές μετακινήσεις
Εστρεφε λοιπόν την προσοχή του όχι στον αριθμό των αγροτών ή στο μέγεθος της καλλιέργειας (αντιθέτως, τονίζει πως η μικροκαλλιέργεια μπορεί να είναι πιο επικερδής για τον μικρό παραγωγό), αλλά στο πώς το κράτος θα καταφέρει να καταστήσει και πάλι ελκυστικό το επάγγελμα του αγρότη, του κτηνοτρόφου και του ψαρά, όπως είναι σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία και η Ιταλία. «Να συνδεθεί με τις αξίες και τις τάσεις της σύγχρονης ζωής, όπως είναι η αναζήτηση της ποιότητας, της γεύσης και της ευζωίας, της ευεξίας και της ουσιαστικής σύνδεσης με τη φύση και γιατί όχι της πολυτέλειας. Ετσι θα ανακάμψει η αγροτική παραγωγή και θα αποδοθεί η προστιθέμενη αξία στον ποιοτικό και συνειδητοποιημένο παραγωγό προϊόντων ποιότητας και ονομασίας προέλευσης» (Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, 14.8.22).
Σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δίνουν μια συνολική ποσοτική εικόνα του αγροτικού κόσμου με επιμέρους ειδικά χαρακτηριστικά, την πρώτη που έχουμε στα χέρια από το 2009. Και αυτό είναι σημαντικό.