Το κλίμα που επικρατεί μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας δεν θυμίζει σε τίποτα το σκηνικό πολέμου που είχε στηθεί σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο πριν από τρία χρόνια, ούτε βέβαια έχει σχέση με το διπλωματικό ναυάγιο της προηγούμενης επίσκεψης του Ερντογάν, τον Δεκέμβριο του 2017.
Το κλειδί για την εξομάλυνση των σχέσεων βρίσκεται στη σταθερή γραμμή της Ελλάδας στα εθνικά μας θέματα, που ταυτίζεται με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και στη σοβαρή δουλειά που έχει γίνει σε διπλωματικό επίπεδο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο πρωθυπουργός τα προηγούμενα χρόνια αντιμετώπισε με ψυχραιμία τους «τσαμπουκάδες» της άλλης πλευράς και ταυτόχρονα κινήθηκε με αποτελεσματικότητα προκειμένου να ενισχύσει τις διεθνείς συνεργασίες και την αμυντική μας θωράκιση.
Από το «Μητσοτάκης γιοκ» στο χειροκρότημα του Ερντογάν προς τον Ελληνα πρωθυπουργό χθες στο Μαξίμου μεσολάβησαν πολλά. Η Ελλάδα έχει συνάψει συνεργασία αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία και οι διπλωματικές σχέσεις με την Ουάσιγκτον βρίσκονται σε άριστο επίπεδο. Η αμυντική μας γραμμή ενισχύθηκε με τα Ραφάλ και τις συμφωνίες για F-35 και φρεγάτες, όταν η Τουρκία βρίσκεται εκτός προγραμμάτων παραγωγής των αμερικανικών αεροσκαφών νέας γενιάς, ενώ δεν υπάρχει συμφωνία ούτε για εξοπλισμούς στα F-16. Η υβριδικού τύπου εισβολή στον Εβρο από χιλιάδες μετανάστες τον Μάρτιο του 2020 αντιμετωπίσθηκε με αποφασιστικότητα και η ηγεσία της Ευρώπης κατάλαβε επιτέλους ότι η εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού δημιουργεί ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Οι απειλές του Ερντογάν ότι «θα έρθουμε ξαφνικά μία νύχτα» δεν έφεραν αποτέλεσμα, ούτε πτόησαν στο παραμικρό το εθνικό μας φρόνημα. Ο Ερντογάν τελικώς ήρθε στην Αθήνα «μέρα μεσημέρι» και υπέγραψε διακήρυξη φιλίας και καλής γειτονίας. Η Αγκυρα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να έχει ανοιχτό μέτωπο με την Αθήνα όταν προσδοκά πόρους από την Ευρώπη και θέλει επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξαν οι θέσεις της Τουρκίας, ο Ερντογάν μίλησε ξανά για «τουρκική μειονότητα» ενώ για την επίλυση του Κυπριακού έθεσε ως βάση τη σημερινή «πραγματικότητα». Ελαβε τις δέουσες απαντήσεις από τον Μητσοτάκη, ο οποίος τόνισε ότι ο προσδιορισμός της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, ενώ για το Κυπριακό επανέλαβε ότι η λύση περνά από το Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Δεν προκλήθηκε κανένα «θερμό επεισόδιο» στο διάλογο των δύο ηγετών, ούτε σημειώθηκαν διπλωματικά δράματα.
Η Ελλάδα με τη σθεναρή στάση της κατά την περίοδο της έντασης και τη διπλωματική της αποτελεσματικότητα στη συνέχεια οδήγησε την Τουρκία στην επιλογή των «ήρεμων νερών». Η διατήρηση της «νηνεμίας» είναι προς όφελος όλων. Η αποκλιμάκωση της έντασης, ο μηδενισμός των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και η υπογραφή της διακήρυξης δημιουργούν ελπίδες ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας θα συνεχισθούν.
Οι «κόκκινες γραμμές» της Ελλάδας είναι απολύτως σαφείς και όλοι, ακόμα και οι πιο «προβληματικοί» γείτονες, γνωρίζουν ότι με τα κυριαρχικά μας δικαιώματα δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή κουβέντα.