Στην Ελλάδα ο ελληνοτουρκικός πόλεμος ήταν βέβαιος. Ο Ερντογάν θα εισέβαλλε στα νησιά. Εκτός αν προτιμούσε να νικήσει την Ελλάδα με τακτική μαρτυρίου της σταγόνας, στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες μετανάστες στον Εβρο μέχρι ο χαρακτήρας της χώρας να αλλοιωθεί. Είναι αμφίβολο βέβαια ακόμα και αν οι μετανάστες θα ήθελαν να μένουν στην Ελλάδα. Τα πάντα θα είχαν καεί από τις πυρκαγιές που θα ξεσπούσαν το καλοκαίρι.
Αν οι προβλέψεις για το 2022 είχαν βγει αληθινές, στο τέλος του χρόνου στην Ελλάδα, ένας άρρωστος από Covid λαός, που δεν θα μπορούσε να μαγειρέψει ένα αρνάκι ψητό που θα στοίχιζε 15 ευρώ μόνο για το ρεύμα, δεν θα μπορούσε να ταξιδέψει, αφού η αμόλυβδη θα πήγαινε στα 3 ευρώ το λίτρο, και θα ξεπάγιαζε, αφού η Ρωσία θα είχε κόψει την παροχή σε αέριο, θα περίμενε τον Πούτιν να πατήσει το κουμπί για να τον απαλλάξει από τη μιζέρια του.
Δεν βγήκαν. Κάποιοι αρρώστησαν, κάποιοι ζορίστηκαν από τον πληθωρισμό, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Σε καταναλωτικό επίπεδο που μόνο όσοι μεγαλώσαμε τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 και έπρεπε να φοράμε τις μανταρισμένες κάλτσες του μεγαλύτερου αδελφού ή του πατέρα μας, μπορούμε να αντιληφθούμε.
Επειδή λοιπόν και το 2023 θα προβλεφθεί από τα Μέσα σαν έτος καταστροφών, να αναφέρω την αγαπημένη φράση της μητέρας μου της κυρα-Λένης. «Εβδομήντα χρόνια αυτή η χώρα περνάει κρίση. Δεν θυμάμαι κάποιον να λέει εφέτος, ηρεμήστε, η χώρα δεν περνάει κρίση».
Αυτό φυσικά δεν αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τις «επιτυχίες» της τετραετίας 2015-19, το «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» του Μάο είναι η μόνη εφικτή πολιτική για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δωρεάν συγκοινωνίες στο Βελιγράδι
Αφορά όμως τον Κυριάκο Μητσοτάκη που αν απευθυνθεί στους πολίτες λέγοντας ότι όπως το 2022 μαζί αντιμετωπίσαμε τον covid, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το ενεργειακό το 2023, θα αντιμετωπίσουμε όποια δυσκολία προκύψει. Στην πυγμαχία λένε «το θέμα δεν είναι πόσο δυνατά μπορείς να χτυπήσεις, το θέμα είναι πόσο δυνατά μπορούν να σε χτυπήσουν και να συνεχίζεις να πηγαίνεις μπροστά». Η Ελλάδα το 2022 δέχτηκε κάποια γερά χτυπήματα. Συνέχισε, όμως, να προχωράει.
Πρωτοχρονιά και χαρτοπαιξία
ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ δεν μπορούν να καταλάβουν τη μανία με τη χαρτοπαιξία που έπιανε την Ελλάδα την Πρωτοχρονιά. Μέχρι τη δεκαετία του ‘70 που η Αθήνα ήταν μικρότερη, ο τζόγος ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Και ο νόμος εφαρμοζόταν αυστηρά όχι όπως ο σημερινός με το κάπνισμα. Για 364 μέρες τον χρόνο οι αστυφύλακες έμπαιναν στα καφενεία. Ακόμα και στα σπίτια. Αν το παιχνίδι που παιζόταν ήταν «τεχνικό», όπως η δηλωτή, είχε καλώς. Αν ήταν «τυχερό», όπως το κουμ καν ή το μπαρμπούτι, παίκτες και μαγαζάτορας πήγαιναν στο αυτόφωτο. Και αν επάνω είχε χρήματα, μαζί και το τραπέζι για να παρουσιαστεί σαν πειστήριο στο δικαστήριο.
ΟΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ όμως αναστέλλονταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και το παιχνίδι με λεφτά επιτρεπόταν «για το καλό του χρόνου». Το αποτέλεσμα ήταν άνθρωποι που έπαιζαν μία φορά τον χρόνο να πέφτουν θύματα επαγγελματιών χαρτοπαικτών που περίμεναν σαν τα κοράκια την Πρωτοχρονιά για να τους μαδήσουν. Την πρώτη του μηνός η ευχή «ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» συνοδευόταν από το «πώς τα πήγες χθες;». Δεν χρειαζόταν απάντηση. Από τη φάτσα μπορούσες να καταλάβεις.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ του πρωτοχρονιάτικου παιχνιδιού ήρθε με τη νομιμοποίηση του τζόγου. Και δεν θα λείψει αφού εκτός του ότι είχαν χαθεί περιουσίες, το «να το στρώσουμε λίγο» έφερνε το τέλος σε μια όμορφη γιορτή.
Συνήθειες από την αρχαία Ρώμη
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΜΗ η Πρωτοχρονιά ονομαζόταν «καλένδες του Ιανουαρίου». Καλένδες ονομαζόταν η πρώτη μέρα κάθε μηνός και η φράση «εις τας καλένδας» που στα ελληνικά τη λέμε όταν θέλουμε να αναβάλουμε κάτι επ’ αόριστον, δεν είναι συμπτωματική. Σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις της Πρωτοχρονιάς, από το «θα κάνω δίαιτα», «θα κόψω το κάπνισμα», μέχρι το «θα αρχίσω να περπατάω», με όλους τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα που έχουν περισσέψει πηγαίνουν «εις τας καλένδας». Και είναι να μην σε πάρει η κάτω βόλτα.
Η ΡΩΜΗ που το 133 π.Χ. είχε πληθυσμό 1 εκατ. είναι η πρώτη μητρόπολη του κόσμου. Ορισμένες πρωτοχρονιάτικες συνήθειες της αρχαίας Ρώμης διατηρούνται μέχρι σήμερα. Οπως το να τρώνε γλυκά, ώστε όλος ο χρόνος να κυλήσει γλυκός, να ανταλλάσσουν δώρα, να παίζουν ζάρια, να βγαίνουν οι άνδρες στις ταβέρνες για ρεβεγιόν και να διοργανώνουν πάρτι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στα σπίτια και με πράσινα κλαδιά να στολίζουν τις εισόδους. Τα γνωστά σε μας γκι, που η αγγλική παράδοση θέλει από κάτω να ανταλλάσσονται φιλιά.
ΤΟ ΓΚΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ είναι μια καινούργια ιστορία και όπως κάποιος έγραψε, «αν το λένε γκι στη Νέα Υόρκη, στα Τρίκαλα το λέμε αρκουδοπούρναρο». Λίγο καλύτερα από τον Βόλο που το λένε «λιόπορνο».