Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα πρέπει να είναι χώροι επιστήμης, διδασκαλίας, έρευνας και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, όπως ισχύει σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, και όχι άσυλο παραβατικότητας και ανομίας. Γιατί άλλο πράγμα είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, και άλλο η ασυδοσία και οι έκνομες πράξεις. Αλλο άσυλο ιδεών και άλλο άσυλο κουκουλοφόρων. Και αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι είτε θέλουν να χαϊδεύουν τα αφτιά των «μπαχαλάκηδων» είτε φοβούνται να εφαρμόσουν τον νόμο.
Ο ΝΟΜΟΣ για τα πανεπιστήμια δεν έχει εφαρμοστεί στην ολότητά του, γιατί πράγματι αφήνει κάποιες «γκρίζες περιοχές», όπως αναγνώρισε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης, και για αυτό ορθώς κρίθηκε ότι απαιτούνται αλλαγές προς την κατεύθυνση της αυστηροποίησης και επιτάχυνσης των διαδικασιών. Το βασικό όμως είναι να μπορέσει να εφαρμοστεί και αυτό δεν θα γίνει εάν δεν αναλάβουν και οι πρυτανικές αρχές τις ευθύνες που τους αναλογούν. Να υποβάλουν για όλα τα ιδρύματα σχέδια ασφαλείας και να τα εφαρμόσουν. Διαφορετικά, αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν, ας αφήσουν άλλους που θα είναι σε θέση να το πράξουν.
ΤΟ ΕΙΠΕ με πολύ χαρακτηριστικό και ρεαλιστικό τρόπο ο Κ. Χατζηδάκης: «Αυτοί που δεν ανταποκρίνονται πρέπει να έχουν συνέπειες, διότι οι νόμοι δεν είναι απλώς για να τους διαβάζουμε. Είναι για να εφαρμόζονται. Αν κάποιος δεν θέλει να είναι πρύτανης, διότι δεν του αρέσει κάποιος νόμος του κράτους, δεν είναι υποχρεωμένος να είναι πρύτανης».
ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΑ, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους ότι όποιος κάνει ζημιές στη δημόσια περιουσία θα πρέπει να πληρώνει ο ίδιος και όχι ο Ελληνας φορολογούμενος. Προϋπόθεση βεβαίως για να επιβάλλονται οι αυστηρές ποινές, δηλαδή να πληρώνουν για τις ζημιές, αλλά και να διαγράφονται από τα μητρώα όσοι από αυτούς είναι φοιτητές, είναι να γίνονται συλλήψεις. Πράγμα που δεν έγινε στα τελευταία περιστατικά, με εξαίρεση την περίπτωση του διδακτορικού φοιτητή όπου μάλιστα η δίκη αναβλήθηκε, καθώς απουσίαζαν, όπως διαβάσαμε, η συνήγορος του κατηγορούμενου και η ιδιοκτήτρια του κυλικείου. Το ζήτημα είναι πολυσύνθετο και το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται πολιτική βούληση, αποφασιστικότητα και δράση για την αντιμετώπισή του με αποτελεσματικό τρόπο.