Η Γκελζενκίρχεν είναι σήμερα η πιο φτωχή πόλη της Γερμανίας, αλλά κάποτε ήταν πλούσια. Οπως γράφει ο συντάκτης της «D.W.», από τη δεκαετία του ’50 έως και τα τέλη του ’70 γνώρισε οικονομική και δημογραφική άνθηση και έγινε η πιο σημαντική πόλη σε ολόκληρη την Ευρώπη για την παραγωγή άνθρακα. Οταν άρχισε να αχνοφαίνεται η πράσινη μετάβαση, άρχισε να αργοσβήνει η πόλη μαζί με τα ορυχεία της, μέχρι που το 2008 έκλεισε και το τελευταίο. Σήμερα, ένας στους τέσσερις κατοίκους ζει από τα κρατικά επιδόματα, έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και το χαμηλότερο μέσο εισόδημα σε όλη τη χώρα. Και πλέον, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής του AfD.
Φυσικά, δεν φταίει η πράσινη μετάβαση για το μαράζωμα της πόλης ούτε για τη στροφή προς τους ακροδεξιούς. Φταίει ότι κανείς δεν προνόησε για την ομαλή μετάβαση των κατοίκων στην εποχή της απανθρακοποίησης, με δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με επανακατάρτιση των εργαζομένων, με επενδύσεις σε υποδομές και εκπαίδευση.
«Δεν σας επιτρέπεται να προσλάβετε άλλους ανθρώπους στη Δημόσια Διοίκηση ούτε και να επενδύσετε περισσότερα χρήματα» ήταν η μόνιμη απάντηση που λάμβανε η δήμαρχος της πόλης. Το τελευταίο σχολείο στην πόλη χτίστηκε τη δεκαετία του ’70, σύμφωνα πάντα με το εξαιρετικό ρεπορτάζ του Ολιβερ Πίπερ. Μετά τίποτα.
Κάτι περίπου αντίστοιχο συνέβαινε σε όλη τη Γερμανία. Η άτεγκτη αυστηρότητα των γερμανικών κυβερνήσεων και η εμμονική προσήλωση στη λιτότητα για να μην ξεφύγει το χρέος οδήγησαν στην καθήλωση της οικονομίας στα πρότυπα περασμένων δεκαετιών. Γερασμένες υποδομές, ελάχιστη ψηφιοποίηση, απουσία επενδύσεων για τη μετάβαση στις νέες τεχνολογίες. Τρανταχτό παράδειγμα οι ιστορικές γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που είδαν τα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα να τις προσπερνούν.
Ακόμα και η υπερβολική εξάρτηση (από εποχής Μέρκελ) από το ρωσικό αέριο επειδή ήταν φθηνό γύρισε μπούμερανγκ όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Οι βιομηχανίες και τα νοικοκυριά γονάτισαν από την ακριβή ενέργεια, αλλά, αντί για ουσιαστική στήριξη, ο Σόιμπλε παρότρυνε τους Γερμανούς να βάλουν δεύτερο πουλόβερ. Και εκείνοι αποφάσισαν να αρχίσουν να ξηλώνουν αυτό που φορούσαν μέχρι τότε…
Η οικονομική κρίση, η ανεργία, το Μεταναστευτικό, αλλά και οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των πρώην δυτικών και ανατολικών κρατιδίων, λειτούργησαν αποδιοργανωτικά για τη γερμανική κοινωνία, κάτι που αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών. Κατέρρευσαν οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, αφανίστηκαν οι Φιλελεύθεροι, εκτοξεύθηκε η Ακρα Δεξιά και ενισχύθηκε η Αριστερά. Νικητής, αλλά όχι θριαμβευτής, ο Φρίντριχ Μερτς των Χριστιανοδημοκρατών, που πρέπει τώρα να πετύχει double score, εντός και εκτός των τειχών. Να αναδιοργανώσει την οικονομία στο εσωτερικό της χώρας κάνοντας βαθιές τομές και σπάζοντας ταμπού χρόνων, αλλά και να επαναφέρει τη Γερμανία στον ρόλο του… Ευρωπαίου ηγέτη.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα που καταλογίζουν οι αντίπαλοι στον πανύψηλο Μερτς είναι ότι δεν έχει πολιτική εμπειρία. Ούτε δήμο δεν έχει κυβερνήσει, λένε, τονίζοντας ότι ξέρει μόνο από επιχειρήσεις, αφού ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλων τραπεζών και πολυεθνικών. Μα αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημά του, ανταπαντούν οι φίλοι του. Καταλαβαίνει τη γλώσσα του Τραμπ, χωρίς να απαρνείται τις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει χρόνο. Αλλά ούτε άλλη επιλογή έχει.