Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το πολιτικό κεφάλαιο του πρωθυπουργού παραμένει ισχυρό, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που διαχειρίστηκε, όπως προκύπτει από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Εχει υψηλά ποσοστά δημοφιλίας και καταλληλότητας, σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ που βλέπει την εικόνα του να έχει επιδεινωθεί σημαντικά.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει να επαναλάβει το λάθος του κ. Τσίπρα, ο οποίος ξόδεψε την πολιτική δυναμική που διέθετε μέσα στους πρώτους έξι μήνες του 2015. Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις δεύτερες εκλογές του Σεπτεμβρίου, αλλά η ραγδαία φθορά ξεκίνησε από την επόμενη ημέρα, δεν είναι τυχαίο ότι από τον Ιανουάριο του 2016, που ανέλαβε την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας ο κ. Μητσοτάκης, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω σε όλες τις δημοσκοπήσεις ενώ έχασε πανηγυρικά σε όλες τις κάλπες του 2019.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο πρωθυπουργός έχασε την ευκαιρία να συντρίψει τον πολιτικό του αντίπαλο τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν η διαφορά ήταν πάνω από 18 μονάδες και υπήρχε το «ξέφωτο» του κορονοϊού. Κάνουν λάθος αν αναλογιστεί κανείς ποια θα ήταν η μετεκλογική φθορά τού κυβερνώντος κόμματος όταν το φθινόπωρο ξέσπασε το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη Βόρεια Ελλάδα και τώρα μαίνεται το τρίτο. Ο Μητσοτάκης επέλεξε να λειτουργήσει υπεύθυνα γνωρίζοντας ότι οι δυσκολίες είναι μπροστά, δεν επιχείρησε να «υποκλέψει» ψήφους αξιοποιώντας τη συγκυρία.
Το είπε άλλωστε ο ίδιος στη συνέντευξη: «Θέλω να κριθώ στο τέλος της τετραετίας όχι μόνο για το πώς αντιμετώπισα τις κρίσεις που μας έτυχαν και ήταν πολλές, αλλά και για τη δυνατότητά μας να βάλουμε ξανά την Ελλάδα σε μια δυναμική τροχιά ανάκαμψης. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο τέλος της τετραετίας. Και τότε οι πολίτες θα συγκρίνουν την τετραετία Κυριάκου Μητσοτάκη με την προηγούμενη τετραετία Αλέξη Τσίπρα και θα πρέπει να διαλέξουν αν θα θέλουν να συνεχίσουν σε αυτόν το δρόμο ή αν θα θέλουν να επιστρέψουν σε κάτι το οποίο είναι πολύ διαφορετικό και το οποίο θεωρώ ότι πήγε τη χώρα πίσω», είπε χαρακτηριστικά, θέτοντας το εκλογικό δίλημμα της τετραετίας.
Οσο για τον κ. Τσίπρα, είναι σχεδόν κωμικό να μιλά για μεγάλη φθορά τής κυβέρνησης και να υπαινίσσεται ότι θέλει εκλογές όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω από τη Νέα Δημοκρατία 12 μονάδες. Τουλάχιστον, ο Μητσοτάκης από τα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητούσε εκλογές, αλλά είχε στο πλευρό του και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Η εξάντληση της τετραετίας εξυπηρετεί το σχεδιασμό του πρωθυπουργού, που μετά την καταιγίδα της πανδημίας θέλει να οδηγήσει τη χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης, βολεύει και τον κ. Τσίπρα που θα έχει χρόνο να αναδιοργανωθεί, αλλά τελικώς είναι σωστή απόφαση και για τη χώρα, ώστε να μην εμπλακεί σε διπλές, λόγω της απλής αναλογικής, κάλπες όταν η οικονομία πρέπει να τρέξει χωρίς άλλες καθυστερήσεις.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
Πλήρης η απάντηση του πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, στο άρθρο του Κώστα Σημίτη στα «Νέα», με το οποίο υπερασπιζόταν την «επιτυχία» του Ελσίνκι και κατηγορούσε το διάδοχό του ότι απεμπόλησε τα «κεκτημένα» της δικής του διακυβέρνησης.
Ο κ. Καραμανλής επισήμανε ότι η στρατηγική του Ελσίνκι το 1999 οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης ενώ νωρίτερα, με τη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, είχε γίνει ένα ακόμη σοβαρό ολίσθημα, αναγνωρίστηκε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Ειδικά για το Ελσίνκι, ο κ. Καραμανλής σημείωσε ότι ενώ η Τουρκία κέρδισε αυτό που επί 36 χρόνια διακαώς επεδίωκε, δηλαδή το χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε.Ε., η χώρα μας δεν έλαβε ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα, όπως την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Αγκυρα του Διεθνούς Δικαίου στο σύνολό του. Από την απάντηση του κ. Καραμανλή, που υπερασπίστηκε την επιλογή του να απεμπλακεί η χώρα από το τετελεσμένο του Ελσίνκι ξεχωρίζουμε δύο σημεία.
Πρώτον, η αναφορά του ότι το Ελσίνκι «ενταφιάσθηκε» και τυπικά από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος το 2015, ως υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σαμαρά, με δήλωση που κατέθεσε στα Ηνωμένα Εθνη κατέστησε γνωστό ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης για θέματα εδαφικής μας κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών μας υδάτων. Και το δεύτερο, ότι μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, θέση δηλαδή που εκφράζει απόλυτα τη σημερινή κυβέρνηση. Και για να θυμηθούμε μία προσφιλή έκφραση του κ. Καραμανλή κατά τις αγορεύσεις του από τα πρωθυπουργικά έδρανα της Βουλής «λαγός τη φτέρη έσειε».
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr