Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι πλέον απολύτως προβλέψιμο για εμάς, τους Ελληνες: ξέρουμε πια ότι όταν βγει μία έκθεσή του, θα απαιτεί χαμηλότερα πλεονάσματα, κάτι πολύ σημαντικό για εμάς, μιας και δεν είναι όλοι οι δανειστές μας έτοιμοι να αποδεχτούν ότι οι παλιότερες συμφωνίες μπορούν και να αλλάξουν.
Είναι όμως άλλο να το ζητάει η -όποια- ελληνική κυβέρνηση και άλλο να το ζητάει το ΔΝΤ. Αλλιώς ακούγεται από εμάς, αλλιώς ακούγεται από αυτούς. Βέβαια, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι οι απαιτήσεις του για μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Αλλά για αυτά, είπαμε: πέρασε ο καιρός που ακούγονταν ευχάριστα στα αφτιά των δανειστών μας.
Το σημαντικό για την Ελλάδα, μετά τη δεκαετία των Μνημονίων, είναι ότι η κατάσταση στην Ευρώπη δεν είναι πια εκείνη που ήταν το 2009. Ακόμα και η Γερμανία ετοιμάζεται να ρίξει κάποιο βάρος στην εσωτερική αγορά της, πράγμα που σημαίνει ότι θα επιδιώξει αύξηση της ζήτησης από τα γερμανικά νοικοκυριά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως «γραμμή» για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όλοι αντιλαμβάνονται ότι μια -πρόσθετη- μείωση των συντάξεων στην Ελλάδα απλώς θα λειτουργούσε ως -πρόσθετο- φρένο στην, ούτως ή άλλως, αναιμική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, που στηρίχθηκε στην αύξηση της κατανάλωσης, αφού το Δημόσιο μείωνε συνεχώς τους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Το ίδιο ισχύει και για το αφορολόγητο, από τη στιγμή μάλιστα που δεν τίθεται θέμα πάταξης της φοροδιαφυγής, αφού οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται από το πρώτο ευρώ, τη στιγμή που τα διαφυγόντα έσοδα από τον ΦΠΑ φτάνουν σε αστρονομικά ποσά ετησίως.
Επομένως, κρατάμε μόνον τα καλά του ΔΝΤ, χωρίς το άγχος νέων περικοπών που δεν θα οδηγούσαν πουθενά…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου