Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Τις μέρες που ακολούθησαν και μέχρι σήμερα, ο Ζακ εξακολουθεί να πεθαίνει σε διάφορες φάσεις, από διάφορα αίτια, ανάλογα τα βίντεο, τις μαρτυρίες και τις «διαθέσεις». Ο κοσμηματοπώλης, ο μεσίτης, οι αστυνομικοί, οι περαστικοί που χάζευαν και οι περαστικοί που αντέδρασαν, οι δημοσιολογούντες της μιας και της άλλης πλευράς, είναι όλοι τους κομμάτια ενός θανάτου που τελικά επήλθε από υπερβολική δόση φόβου και βίας. Φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Ποιος είναι το θεριό σε αυτή την ιστορία, ας το απαντήσει ο καθένας μόνος του. Αλλά δεν είναι μια εύκολη απάντηση.
ΟΙ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΕΣ έχουν το «πρακτικό» μέρος. Θα πρέπει να απαντήσουν σε λίγες ημέρες αν ο θάνατος του 33χρονου νέου επήλθε συνεπεία των χτυπημάτων. Αν δηλαδή η καρδιά του σταμάτησε από τις κλοτσιές που δεχόταν, όντας πεσμένος κάτω, ακίνδυνος και εντελώς διαλυμένος από τη δόση που είχε πάρει πριν. Οι δικαστές θα πρέπει να αποφανθούν αν ευθύνεται κάποιος ή κάποιοι για το βιολογικό του θάνατο, αν έπραξαν με δόλο ή χωρίς, αν οι αστυνομικοί υπερέβησαν ή όχι το καθήκον τους. Ολοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να απαντήσουμε αν ο θάνατός του ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος από μια πανικόβλητη, καχύποπτη και φοβισμένη κοινωνία. Μια κοινωνία σε κατάσταση αμόκ, με πολίτες μονίμως στην πρίζα, φοβισμένους, εχθρικούς και συνάμα αδιάφορους, με αστυνομικούς που πότε ασκούν την «απολύτως απαραίτητη βία» και πότε την υφίστανται ως εύκολοι σάκοι του μποξ.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ πως ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου ήταν ομοφοβικό έγκλημα. Μήπως όμως αυτό είναι ένα λανθασμένο ξεστράτισμα; Είναι προφανές ότι δεν είχαμε κάποιο τάγμα θανάτου ούτε κάποια ρατσιστική επίθεση στοχευμένη εναντίον αλλοδαπού ή ομοφυλόφιλου. Κανείς δεν ήξερε το μεσημέρι της Παρασκευής ποιος ήταν ο φτιαγμένος νεαρός που μπούκαρε στο κατάστημα χωρίς να ξέρει τι κάνει. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πως ήταν ο Ζακ που στη σύντομη ζωή του δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι. Κανείς στην τελική ανάλυση δεν όφειλε να το ξέρει.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ τώρα κάτι διαφορετικό. Αν ο νέος που έπεφτε νεκρός δεν ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος, αλλά ένας από τους εκατοντάδες χρήστες που περιφέρονται σαν ζωντανοί-νεκροί στο κέντρο της Αθήνας, πόσοι, πόσο και, κυρίως, πώς θα είχαμε ασχοληθεί με το λιντσάρισμα; Με δημοσιογραφικούς όρους, μάλλον θα γινόταν μονόστηλο. Ή, έστω, μέρος ενός μεγαλύτερου θέματος για τα ναρκωτικά, την εγκληματικότητα και τη βία στο κέντρο της Αθήνας. Είναι αυτή ακριβώς η «επωνυμία» του, μαζί με τη διαφορετικότητά του, που εκτρέπει την υπόθεση σε άλλους δρόμους. Που δημιουργεί κύματα συμπάθειας και οργής, που αναπαράγει στερεότυπα και δημιουργεί νέους, ακόμα πιο επικίνδυνους αφορισμούς για «νοικοκυραίους» έτοιμους να δείρουν και να σκοτώσουν.
ΕΤΣΙ, ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ οι μισοί να δικαιολογούν (!) το λιντσάρισμα και να επιχειρούν να το νομιμοποιήσουν στη συνείδηση του κόσμου με δήθεν δημοσιογραφικά γκάλοπ και οι άλλοι μισοί να το παρουσιάζουν σαν ρατσιστικό έγκλημα. Μέχρι και αναλύσεις για τη νοητή γραμμή που συνδέει τους τσιφλικάδες της Επανάστασης και τους συνεργάτες των Γερμανών με τους «νοικοκυραίους σαν τον κοσμηματοπώλη» εμφανίστηκαν.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ φορά, αντί να προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν στην έκρηξη βίας, ψάχνουμε να βρούμε δικαιολογίες και ιδεολογικά άλλοθι για τους «δικούς μας». Κάπως έτσι όσοι ζητούν να χυθεί άπλετο φως για τους «εξουσιαστές νοικοκυραίους» που έφαγαν τον Ζακ, δεν λένε κουβέντα για τους «αντιεξουσιαστές επαναστάτες» που άνοιξαν το κεφάλι της 19χρονης Μαρίας στο Αγρίνιο με ναυτική φωτοβολίδα. Ως άσκηση της «απολύτως απαραίτητης βίας», άραγε;
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]