Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Πριν κερδίσει τις εκλογές ο κ. Τσίπρας είχαμε τις μεγάλες διαδηλώσεις, τα διχαστικά μηνύματα για μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, τις κατηγορίες για τους «Γερμανοτσολιάδες» και τους «Νενέκους». Η τακτική της ακραίας πόλωσης έπιασε, οι πολίτες πίστεψαν στις μαγικές λύσεις του Προγράμματος Θεσσαλονίκης και έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με τη συνεργασία των ΑΝ.ΕΛ. που πλειοδοτούσαν σε ψευτοπατριωτισμό και κάλπικες υποσχέσεις.
Το ίδιο σκηνικό είχαμε το καλοκαίρι του 2015. Οι «μενουμευρωπαίοι» έγιναν εχθροί του έθνους και «τσιράκια της Μέρκελ». Οποιος ψήφιζε «ναι» στο δημοψήφισμα έδινε και την έγκρισή του στον Γιούνκερ να επιβάλει σκληρά μέτρα ενώ με το «όχι» η λιτότητα θα τερματιζόταν αυτομάτως.
Οταν ο Τσίπρας υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, με χειρότερα μέτρα από αυτά που είχαν προτείνει οι δανειστές στις αρχές του 2015, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο Φρανσουά Ολάντ, ο διχαστικός λόγος του κυβερνώντος κόμματος πήγε σε άλλο επίπεδο. «Τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν το βασικό σύνθημα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Τσίπρας κέρδισε ξανά τις εκλογές, όμως η λογική των συγκρούσεων και των εχθρών που γίνονται φίλοι και ξανά εχθροί, ανάλογα με το κομματικό συμφέρον της περίστασης, παρέμεινε βασική αρχή της παρέας του Μαξίμου.
Θυμηθείτε τις αποκαλύψεις της κυβέρνησης για τις τηλεφωνικές υποκλοπές του Τόμσεν και της Βελκουλέσκου του ΔΝΤ και τις αυστηρές συστάσεις του πρωθυπουργού προς το Ταμείο να αποχωρήσει από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2016, αλλά και την επιστολή-πρόσκληση του κ. Τσακαλώτου προς την Κριστίν Λαγκάρντ να παραμείνει στο πρόγραμμα. Αξέχαστες και οι κυβερνητικές παλινωδίες με τον Ντράγκι, που το 2015 «έκλεινε τις τράπεζες» και το 2017 ήταν ο σύμμαχος της κυβέρνησης για την υπόθεση του χρέους.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Προσπαθούμε μάταια να εντοπίσουμε στα 3,5 έτη διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μία ανέφελη περίοδο. Η κυβέρνηση ανοίγει διαρκώς μέτωπα, εντός και εκτός συνόρων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των κινήσεών της. Αρκεί και μόνο η προσδοκία κομματικών κερδών (που έως τώρα δεν έχουν επιβεβαιωθεί) για να ξεκινήσουν «πολέμους» τα στελέχη του Μαξίμου. Με αυτό τον τρόπο πιστεύουν ότι μπορούν να καλύψουν το έλλειμμα παραγωγής πολιτικών προτάσεων, που χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί να μην διαθέτουν θέσεις, όμως ανεβαίνοντας στις πολεμίστρες θεωρούν ότι αποκτούν πολιτική υπόσταση. Το μόνο όμως που καταφέρνουν είναι να αυξάνουν το ρίσκο της χώρας στον τομέα της οικονομίας και να μαζεύουν στη γειτονιά «λύκους» που θρέφονται από τις απειλές και τους καβγάδες.
Ο Μπαμπινιώτης για την γλώσσα των Σκοπιανών
Ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Μπαμπινιώτης δίνει την επιστημονική του απάντηση στις ανιστόρητες απόψεις περί «μακεδονικής γλώσσας», που διακινεί η πλευρά των Σκοπίων. Οπως αναφέρει σε άρθρo του στο protagon.gr o κ. Μπαμπινιώτης, «η εμμονή των Σκοπιανών στην ονομασία «μακεδονική» είναι πολιτικά κατανοητή από τη δική τους πλευρά.
Ωστόσο, μια ονομασία δεν είναι ένα «άδειο καυκί» (φράση τού Καζαντζάκη),• είναι δηλωτική μιας ουσίας, μιας πραγματικότητας, μιας αλήθειας με γλωσσικό, ετυμολογικό, ιστορικό και εθνικό υπόβαθρο. Η γλώσσα αυτή -από τους αρχικούς και σημερινούς ομιλητές της στα Σκόπια- είναι η βουλγαρική, ένα βουλγαρικό ιδίωμα.
Το ιδίωμα αυτό για πολιτικούς λόγους -για να συσκοτισθούν και να αντιμετωπισθούν οι διεκδικήσεις τής Βουλγαρίας που ήταν όχι μόνο εδαφικές αλλά και εθνογλωσσικές- με την κατεύθυνση τού Τίτο, υπέστη έναν γλωσσολογικά (από ειδική ομάδα γλωσσολόγων) και συστηματικά οργανωμένο εκσερβισμό. Αποτελώντας δηλ. μέλος και χώρα τής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γιουγκοσλαβίας έπρεπε να προσαρμόσει «επί το εθνικότερον» τη γλώσσα της προς τη σερβική, που όπως και η βουλγαρική ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια των σλαβικών γλωσσών».
Αυτά αναφέρει ο κορυφαίος γλωσσολόγος και ελπίζουμε να ληφθούν υπόψη από την ελληνική διπλωματία.
*O Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]