Πλέον τα μάτια της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας είναι καρφωμένα στην περιοχή. Η διεργασία που εξελίσσεται ακατάπαυστα στα έγκατα της Γης και είχε ως αποτέλεσμα τον φονικό σεισμό, απασχόλησε και στη χώρα μας την κοινή γνώμη, η οποία εύλογα αναρωτήθηκε εάν το μέγεθος των 7,7 R θα μπορούσε να εκδηλωθεί και στην Ελλάδα. Ειδικά μετά τις συνεχείς σεισμικές δονήσεις που υπήρξαν στην περιοχή της Σαντορίνης στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα που έρχεται από τους επιστήμονες δεν είναι καθησυχαστική, αλλά ούτε για να προκαλέσει τρόμο. Οπως επισημαίνουν, ένας σεισμός άνω των 7 R δεν αποκλείεται να συμβεί στο μέλλον, αλλά εξηγούν ότι τα ρήγματα που πιθανόν να δώσουν έναν τόσο δυνατό σεισμό δεν βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα, αλλά είναι υποθαλάσσια.
Κώστας Συνολάκης
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Νότιας Καλιφόρνιας Κώστας Συνολάκης ανέφερε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής: «Στον ελλαδικό χώρο τέτοιο ρήγμα οριζόντιας ολίσθησης έχουμε στο βόρειο τμήμα του ρήγματος της Ανατολίας, το οποίο είναι υποθαλάσσιο και πηγαίνει από τον Βόσπορο προς το Αιγαίο. Σε έναν πιθανό μεγάλο σεισμό άνω των 7 R δεν θα έχει, εκτιμώ, πολύ μεγάλο αντίκτυπο στις κατασκευές στη χώρα μας. Το άλλο μέρος στον ελλαδικό χώρο που θα μπορούσε να δώσει έναν πολύ μεγάλο σεισμό άνω των 7 R είναι στο Ελληνικό Τόξο, που ξεκινά από τη Μικρά Ασία, διασχίζει τη Ρόδο, περνά νότια της Κρήτης και φτάνει μέχρι τα Επτάνησα. Τέτοιου μεγέθους σεισμοί εκδηλώνονται στο Ελληνικό Τόξο κάθε 600-800 χρόνια. Ο τελευταίος συνέβη το 1403 στην Κρήτη που υπολογίζεται θεωρητικά σε 8-8,3 R. Το Ελληνικό Τόξο είναι εξαιρετικά ενεργό και έχει ιστορικό σεισμών από 8 R και λίγο πιο πάνω. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα ξαναδώσει μεγάλο σεισμό. Επίσης, το 1956 είχαμε έναν σεισμό στην Αμοργό μεγέθους 7,5-7,7 R που δεν μπορεί κανείς να το προσδιορίσει, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν πολλά μηχανήματα τότε, αλλά ήταν μεταξύ 7,5 και 7,7 R».
Αθανάσιος Γκανάς
Παρομοίως, ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου δρ Αθανάσιος Γκανάς επισημαίνει ότι «στην Ελλάδα υπάρχουν ρήγματα μεγάλα που μπορούν να δώσουν σεισμούς κοντά στα 8 R. Τα ρήγματα αυτά είναι υποθαλάσσια και έχουν σχέση με το Ελληνικό Τόξο. Είναι δηλαδή πάνω στη γραμμή σύγκλισης της αφρικανικής και ευριασιατικής πλάκας, κυρίως νότια της Κρήτης και ανατολικά κοντά στη Ρόδο. Οι σεισμοί αυτοί έχουν μεγάλη περίοδο επανάληψης, μιλάμε δηλαδή για εκατοντάδες χρόνια. Σημαντικό είναι ότι τέτοια ρήγματα δεν υπάρχουν στην ηπειρωτική χώρα, στην ξηρά δηλαδή. Τώρα, για το ρήγμα της Ανατολίας, που έρχεται από την Τουρκία και μπαίνει στον ελλαδικό χώρο στην τάφρο του Βόρειου Αιγαίου, εάν σπάσει όλο το ρήγμα, δηλαδή από την Τουρκία μέχρι τη Σκόπελο, μπορεί να δώσει έναν σεισμό μεγέθους 7,5 R».
Σεισμός: Ποιες είναι οι 5 «θερμές» ζώνες στην Ελλάδα;
Οπως έχουν εξηγήσει οι επιστήμονες, τα ρήγματα του ελλαδικού χώρου, που θα μπορούσαν να δώσουν σεισμούς άνω των 7 R, εντοπίζονται κυρίως σε 5 γεωγραφικές ενότητες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων, γεωλόγων, γεωφυσικών και σεισμολόγων, οι «θερμές» σεισμικές ζώνες στην Ελλάδα είναι οι εξής:
1 Το ρήγμα του Βορείου Αιγαίου, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά έως την περιοχή ανατολικά της Σκοπέλου (ρήγμα Αγίου Ευστρατίου). Σε αυτό το ρήγμα υπολογίζεται ότι ένας μεγάλος σεισμός μπορεί να έχει μέγεθος 7,2-7,5 R.
2 Το Ελληνικό Τόξο, 100 χιλιόμετρα νότια της Κρήτης, που μπορεί να δώσει άνω των 8 R.
3 Το ρήγμα της Αμοργού έχει δυνατότητα εκδήλωσης σεισμού μεγέθους 7,5-7,8 R.
4 Το Δυτικό Ελληνικό Τόξο, ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα, που μπορεί να δώσει σεισμό μεγέθους έως 8,2 R.
5 Το ρήγμα Κεφαλλονιάς μπορεί να δώσει σεισμό μεγέθους 7,3-7,5 R.
Κανένας κίνδυνος από τη… Μιανμάρ
Σύμφωνα με τους Ελληνες επιστήμονες, ο σεισμός στη Μιανμάρ δεν μπορεί να ενεργοποιήσει κάποιο ρήγμα στην Ελλάδα, λόγω της μεγάλης απόστασης που βρίσκεται η χώρα μας από το επίκεντρο του σεισμού των 7,7 R.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΥΔΗΣ
Ευάλωτα τα κτίρια της περιόδου 1950-1980
Ο σεισμός στη Μιανμάρ, εκτός από χιλιάδες νεκρούς, οδήγησε και στην κατάρρευση κτιρίων. Παρόλο που η Μιανμάρ έχει χαρακτηριστεί περιοχή υψηλού σεισμικού κινδύνου, οι ζημιές στα κτίρια ήταν εκτεταμένες λόγω της έλλειψης ουσιωδών μέτρων σε επίπεδο υποδομών.
Τι γίνεται όμως στην Ελλάδα, σε έναν πιθανό σεισμό άνω των 7 R; Ο ομότιμος καθηγητής Αντισεισμικής Προστασίας του ΕΜΠ, Παναγιώτης Καρύδης, αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ότι «για να δούμε τα αποτελέσματα ενός σεισμού δεν φτάνει μόνο το μέγεθος που είναι μία παράμετρος. Χρειάζεται να δούμε και την απόσταση του επικέντρου από τα κτίρια, το βάθος του επικέντρου του σεισμού, αλλά και το έδαφος, αν είναι βραχώδες ή μαλακό, για παράδειγμα. Και φυσικά θα πρέπει να δούμε τη διάδοση των σεισμικών κυμάτων, γιατί είδαμε ότι στον σεισμό της Μιανμάρ καταστράφηκε ουρανοξύστης στην Μπανγκόκ, που βρισκόταν 1.000 χιλιόμετρα μακριά». Σύμφωνα με τον κ. Καρύδη, ένας πολύ ισχυρός σεισμός από το ρήγμα της Αταλάντης ενδεχομένως να είχε δυσμενή αποτελέσματα στα κτίρια.
«Ενας μεγάλος σεισμός, για παράδειγμα από το ρήγμα της Αταλάντης, που έχει το δυναμικό να δώσει έναν σεισμό μεγέθους 7 R, θα μπορούσε να επηρεάσει κτίρια, ειδικά τα παλιά, που δεν είναι χτισμένα με τον αντισεισμικό κανονισμό. Μιλάμε για κατασκευές της περιόδου από το 1950 μέχρι αρχές του 1980. Και φυσικά θα πρέπει να δούμε τι παρεμβάσεις έχουμε κάνει στα κτίρια, αν δηλαδή με μια παρέμβαση δημιουργήσαμε δομικά προβλήματα που δεν τα έχουμε καταλάβει. Γι’ αυτό χρειάζεται έλεγχος των κτιρίων από μηχανικούς. Οσον αφορά στα δημόσια κτίρια, θεωρώ ότι, συμπεριλαμβανομένων και των σχολείων, δεν υπάρχει σημαντικό πρόβλημα και νομίζω ότι σε έναν σημαντικό σεισμό τα πράγματα θα είναι υποφερτά».
Γιατί κατέρρευσε ο ουρανοξύστης στην Μπανγκόκ;
Ο κ. Καρύδης εξήγησε και γιατί είδαμε τον ουρανοξύστη στην Μπανγκόκ να καταστρέφεται, ενώ υπήρχε μεγάλη απόσταση από το επίκεντρο του σεισμού των 7,7 R. «Η κατάρρευση του πολυώροφου κτιρίου στην Μπανγκόκ οφείλεται σε ορισμένα μελετητικά και ποιοτικά προβλήματα που είχαν τα υλικά. Είδα ότι τα σίδερα δεν είχαν ίχνος από τσιμέντο, που σημαίνει ότι δεν είχε κολλήσει τσιμέντο πάνω στα σίδερα, άρα είχαμε πρόβλημα ποιότητας στο μπετό. Επίσης, είδα ότι δεν είχαν δοκάρια και οι πλάκες ήταν πολύ λεπτές στα υποστυλώματα, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται όγκος στήριξης μεταξύ πατώματος και κολόνας. Ετσι κατέρρευσε προς τα κάτω σαν να είχαμε βάλει εκρηκτικά. Μου θύμισε δηλαδή την πτώση των δίδυμων πύργων στην Αμερική. Τέλος, αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι τα σεισμικά κύματα έδρασαν σαν τσουνάμι πάνω στην ξηρά και επειδή η Μπανγκόκ από κάτω είναι στο νερό, χτυπήθηκε σαν τσουνάμι».