«Το τουρκικό κράτος δεν γνωρίζει την ύπαρξη εγγράφου το οποίο νομιμοποιεί την αγορά των Γλυπτών από τον Λόρδο Έλγιν. Η αγορά αυτή έγινε από τους αποικιοκράτες του Ηνωμένου Βασιλείου, οπότε δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να συζητηθεί η νομιμότητά της. Ακόμα και βάσει της νομοθεσίας εκείνης της εποχής», ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτηση της Ζεϊνέπ Μποζ που έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η Τουρκάλα αρχαιολόγος προχώρησε ακόμα παραπάνω: Δήλωσε πως ανυπομονεί να γιορτάσει την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα κάνοντας σχεδόν τον χρόνο πάνω από το Αιγαίο να παγώσει. Τι αναπάντεχη συμμαχία ήταν αυτή; Αλλά μια στιγμή. Ήταν όντως συμμαχία και κυρίως, ήταν αναπάντεχη; Αν θυμηθούμε ότι πρόσφατα η Τουρκία αποφάσισε να μετατρέψει τη Μονή της Χώρας -επίσης μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομίας της Ουνέσκο- σε τζαμί, η απάντηση δεν είναι απλή.
Ωστόσο η υπόθεση του επαναπατρισμού κλεμμένων αρχαιοτήτων είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Και ο Παρθενώνας είναι απλά μοναδικός. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική επιστροφής αρχαιολογικών θησαυρών που κλάπηκαν από την επικράτεια της. Οι διεκδικήσεις της αφορούν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου όπως το Λούβρο και το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης.
Πρόσφατα έγινε μεγάλο θέμα στα διεθνή Μέσα, το τουρκικό αίτημα για επιστροφή της χάλκινης κεφαλής του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου από το μουσείο της Κοπεγχάγης, που αρπάχθηκε κατά τη διάρκεια αρχαιολογικής ανασκαφής τη δεκαετία του 1960. Μάλιστα η Τουρκία έχει ήδη πετύχει να της επιστραφεί ο κορμός του αγάλματος που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ο ακέφαλος αυτοκράτορας ζητά αυτό που του λείπει και η Τουρκία ζητά χιλιάδες αρχαιολογικούς θησαυρούς της πίσω.
Υπό αυτή την σκοπιά λοιπόν, όταν η επικεφαλής της υπηρεσίας καταπολέμησης της αρχαιοκαπηλίας του Τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού μιλά για το δίκαιο ελληνικό αίτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα, κατά βάθος αναφέρεται σε μια παγκόσμια ιστορία. Βέβαια αν κάτι ξεχωρίζει την ελληνική υπόθεση, είναι η μοναδικότητα του μνημειακού συνόλου του Παρθενώνα και ο βίαιος διαμελισμός του με πριόνι από τον χρεοκοπημένο διπλωμάτη και αδίστακτο Βρετανό, Ελγιν.
Η Ελλάδα προσπαθεί πάνω από 40 χρόνια, με όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις, την δικαίωση του αιτήματος της. Όμως για πρώτη φορά, υπάρχει μια ουσιαστική μεταστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ του ελληνικού αιτήματος αλλά και μια πολύ πιο σοβαρή διαχείριση του θέματος από την Πολιτεία.
Η μεθοδική προσέγγιση, οι αθόρυβες διαπραγματεύσεις, οι επιστημονικές αναζητήσεις και οι νομικοί ελιγμοί φαίνεται πως κάνουν την διαφορά. Θυμίζουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης με άρθρο του σε βρετανική εφημερίδα είχε προτείνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: Να αναιρέσει η βρετανική κυβέρνηση τους πολιτικούς περιορισμούς που δένουν τα χέρια του Βρετανικού Μουσείου αλλάζοντας τον νόμο περί Μουσείων του 1963. Στο ίδιο μήκος κύματος σχεδόν, η απόφαση της Ουνέσκο με την οποία για πρώτη φορά, γίνεται λόγος για υπόθεση με διακυβερνητικό χαρακτήρα, άρα η υποχρέωση επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα εναπόκειται αποκλειστικά στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αρκούν αυτά; Αν θυμηθούμε την αψυχολόγητη ακύρωση της συνάντησης του Σούνακ με τον Έλληνα πρωθυπουργό τον περασμένο Νοέμβριο, ο δρόμος είναι μακρύς. Αλλά αν σκεφτούμε ότι στις 4 Ιουλίου, ο Σούνακ θα πάει σπίτι του και ο Στάρμερ των Εργατικών θα μετακομίσει στην Ντάουνινγκ Στριτ, αυτός ο δρόμος παραμένει μακρύς αλλά ίσως να μην οδηγεί αναγκαστικά σε αδιέξοδο.