Στις 137 σελίδες της Εθνικής Στρατηγικής για τους ανήλικους υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση: Οι 13χρονοι αναφέρουν τα υψηλότερα ποσοστά σχολικού εκφοβισμού από ότι οι 11χρονοι και οι 15χρονοι. Γιατί άραγε; Τι έχει αυτή η ηλικία που την κάνει τόσο ευάλωτη; Μήπως επειδή είναι στο κατώφλι της αλλαγής από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, στο μεταίχμιο που χωρίζει την παιδικότητα από την άγουρη εφηβεία;
Πρόκειται για ένα μόνο από τα κενά που προσπαθούν να καλύψουν οι ειδικοί, αναλαμβάνοντας εκ μέρους της πολιτείας την χάραξη μιας ολιστικής πολιτικής για την πρόληψη της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων. Επικεφαλής της ομάδας ήταν η καθηγήτρια εγκληματολογίας Βάσω Αρτινοπούλου εκλεγμένη εμπειρογνώμων του Ο.Η.Ε και της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης της Ε.Ε. Η τεράστια εμπειρία της από την μακροχρόνια ενασχόληση της με το θέμα εντός και εκτός συνόρων, κρύβεται πίσω από την ήρεμη αυτοπεποίθηση με την οποία μιλά και σκέφτεται. Άλλωστε η κατάσταση στην Ελλάδα δεν δικαιολογεί πανικό, αλλά ούτε και εφησυχασμό. Η χώρα μας είναι 14η ως προς το ποσοστό των ανήλικων υπόπτων στο σύνολο των υπόπτων με 31%, όταν η πειθαρχημένη Γερμανία έχει 81% και η Φινλανδία με το τέλειο εκπαιδευτικό σύστημα 72%. Ωστόσο οι ανήλικοι δράστες σωματικών βλαβών στην Ελλάδα έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί από το 2019 και η νεανική παραβατικότητα έχει αποκτήσει οργανωμένα και πιο σκληρά χαρακτηριστικά.
Η εποχή που τα παιδιά έπαιζαν ξύλο στις αλάνες και εμείς σφυρίζαμε αδιάφορα έχει αλλάξει. Τα παιδιά παίζουν ακόμα ξύλο αλλά πλέον καταλάβαμε πως αυτό δεν είναι φυσιολογικό, πως η βία σε όλες τις μορφές της –ενδοοικογενειακή, διαδικτυακή, ενδοσχολική- δεν είναι ανεκτή. Η ορατότητα που «χάρισαν» στο φαινόμενο τα κινητά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτάχυναν την ενηλικίωση της κοινωνίας. Τι κάνουμε λοιπόν;
H εμπειρία από το εξωτερικό δείχνει πως δεν υπάρχει τέλειο μοντέλο. Όπως διαβάζουμε και πάλι στον εξαιρετικό οδικό χάρτη της επιτροπής, υπάρχουν τέσσερα ξεχωριστά συστήματα: Το Κοινωνικής Ευημερίας που ακολουθούν οι σκανδιναβικές χώρες και έχει ισχυρά αποτελέσματα επανένταξης και χαμηλά ποσοστά φυλάκισης, το Ανταπόδοσης (Αγγλία και Ουαλία) που έχει υψηλή υποτροπή, στιγματισμό και αποκλεισμό, το Αποκαταστατικό (Βέλγιο, Ολλανδία) με αποτελέσματα υψηλής ικανοποίησης, εμπιστοσύνης και υπευθυνότητας και το Υβριδικό (Γερμανία, Γαλλία) που συνδυάζει εκπαιδευτικά και αποκαταστατικά μέτρα.
Η Ελλάδα ακολουθεί το υβριδικό μοντέλο μεταχείρισης που παντρεύει τις καλές πρακτικές από όλα τα συστήματα αλλά απαιτεί μέτρα και παρεμβάσεις που διαπερνούν όλα όσα συγκροτούν μια κοινωνία: Από τον ιδιωτικό μέχρι τον δημόσιο βίο, από την εκπαίδευση μέχρι την υγεία και την εργασία, από την δικαιοσύνη μέχρι τον αθλητισμό και τον πολιτισμό.
Αν διαβάσει κάποιος προσεκτικά τις προτάσεις της επιτροπής θα καταλάβει ότι επιχειρείται αλλαγή οπτικής. Χωρίς στερεότυπα για καλά και κακά παιδιά, χωρίς δαιμονοποίηση της τεχνολογίας και με το βλέμμα πάντα στον ρόλο της οικογένειας. «Για μένα ποτέ δεν υπήρξε η “αγία οικογένεια”. Η οικογένεια είναι πεδίο συγκρούσεων, καθημερινών», όπως λέει η καθηγήτρια (Πρώτο Θέμα, συνέντευξη στον Δημήτρη Δανίκα). Όμως, συνεχίζει η ίδια, ο γονεϊκός ρόλος και η ουσιαστική επικοινωνία παραμένει το κλειδί για τις κλειστές εφηβικές πόρτες. Εκεί που απομονώνεται μόνο του ένα παιδί και συνήθως ούτε μόνο του είναι ούτε στο δωμάτιο του ακριβώς. Μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε με οποιονδήποτε. Τρομακτικό έτσι; Όμως δεν είναι ανίκητο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος της πανδημίας. Παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε ο χρόνος που περνούσαν τα παιδιά στους υπολογιστές, μειώθηκε η διαδικτυακή βία καθώς γονείς και εκπαιδευτικοί συμμετείχαν περισσότερο στην παρακολούθηση των διαδικτυακών δραστηριοτήτων των παιδιών. Σε αυτή την κατεύθυνση το kidswallet γίνεται ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των γονέων, που όμως δεν θα αποδώσει αν αποκοπεί από όλα τα υπόλοιπα μέτρα και την δουλειά που πρέπει να γίνει στο σχολείο, στη δικαιοσύνη, στην ψυχολογική υποστήριξη, στην ενημέρωση. Τιτάνιο έργο, που αν γίνει θα συνιστά επανάσταση. Αν μείνει στα χαρτιά, ηττηθήκαμε.