
Ο Βινούσκα δεν είναι απλώς ένας επαγγελματίας εκτελεστής. Είναι η πιο ανθρώπινη φιγούρα του νουάρ, γεμάτος τύψεις, ερωτήματα και παγιδευμένος ανάμεσα στο καθήκον και την ανάγκη για λύτρωση. Στη νέα του συγγραφική στροφή, ο συγγραφέας βυθίζεται σε μια Αθήνα που ζει μετά το σκοτάδι, όπου το έγκλημα δεν είναι πάντα ένοχο και η αγάπη μπορεί να γίνει ανατροπή. Μια συνέντευξη που μιλάει τη γλώσσα του μυστηρίου και της αλήθειας.
Ο «Βινούσκα» είναι ίσως το πιο προσωπικό σου μυθιστόρημα, με τον Λάζαρο να κινείται ανάμεσα στη βία και τη βαθιά εσωστρέφεια. Πώς γεννήθηκε αυτός ο ήρωας; Υπάρχει κάτι από εσένα σε αυτόν;
Υπάρχει κάτι από όλη τη γενιά μου. Ο Λάζαρος είναι ένας συλλογικός χαρακτήρας, που έχει ζήσει κοινές εμπειρίες με τους λεγόμενους millennials. Εχει περάσει από οικονομικές κρίσεις, ζει με τους γονείς του -με τον πατέρα του, πιο συγκεκριμένα-, δεν λέει να τελειώσει τις σπουδές του, δυσκολεύεται να βρει δουλειά στο αντικείμενό του, το οποίο, φυσικά, και είναι κορεσμένο, γενικά δυσκολεύεται στη ζωή. Δεν περνάει καλά. Και μέσα σ’ όλα αυτά, κουβαλάει και μια αίσθηση ενοχής ή αδυναμίας, σαν να φταίει ο ίδιος που δεν τα καταφέρνει, κάτι που μας έχει περάσει πολύ έντονα η κοινωνία μας. Ο Λάζαρος δεν είναι απλώς άτυχος ή αδρανής, είναι εγκλωβισμένος σε ένα σύστημα που του ζητάει διαρκώς να αποδείξει την αξία του, χωρίς όμως να του δίνει τα μέσα. Αυτή η αίσθηση ακινησίας, του να είσαι νέος αλλά να νιώθεις ήδη εξουθενωμένος, είναι κάτι που με απασχολεί και προσωπικά.
Το βιβλίο ντύνεται με τον μανδύα του αστυνομικού, αλλά στην καρδιά του μοιάζει περισσότερο με ένα κοινωνικό σχόλιο για τη γενιά της κρίσης και της ματαιωμένης ελπίδας. Πόσο εσκεμμένη ήταν αυτή η «μεταμφίεση» του είδους;
Θα επαναλάβω τα λόγια του Πέτρου Μάρκαρη, που έλεγε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα. Η φόρμα μάς δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε και να σχολιάσουμε οτιδήποτε θεωρούμε σημαντικό, οπότε σίγουρα δεν ήταν τυχαίο.
Στην περίπτωση του Βινούσκα, το έγκλημα λειτουργεί σχεδόν ως πρόσχημα για να εξερευνήσω κάτι βαθύτερο – τη ματαίωση, τη μοναξιά, τον φόβο απέναντι στο μέλλον. Το γεγονός ότι ο Λάζαρος βρίσκεται σε μια συνθήκη βίας, τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής, μου επέτρεψε να μιλήσω για την καθημερινή μας τριβή με την παραίτηση, την αδικία, το αίσθημα ότι κάτι μας χρωστάει η ζωή και δεν το πήραμε ποτέ.
Η αστυνομική πλοκή, επομένως, δεν είναι στόχος, αλλά όχημα. Κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, τον τραβάει προς τα μέσα, αλλά αυτό που τελικά ανακαλύπτει δεν είναι ποιος σκότωσε ποιον, αλλά γιατί είμαστε όπως είμαστε. Και σε αυτό το «γιατί», πιστεύω, βρίσκεται και το πολιτικό στοιχείο του βιβλίου.
Η λέξη «Βινούσκα» δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, όμως αποκτά φορτίο και συναισθηματικό βάθος μέσα στο βιβλίο. Πώς δουλεύεις πάνω σε τέτοιες εσωτερικές, σχεδόν ποιητικές λεπτομέρειες όταν γράφεις;
Το «Βινούσκα» είναι μια λέξη που μπορεί να μην υπάρχει σε κανένα λεξικό, αλλά υπάρχει στο μυαλό του ήρωα. Και αυτό, για εμένα, είναι αρκετό. Οταν γράφω, με ενδιαφέρει ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στη γλώσσα και το συναίσθημα: πώς μια λέξη μπορεί να αποκτήσει ιδιωτικό νόημα, να γίνει σχεδόν τελετουργική. Τέτοιες λεπτομέρειες δεν τις δουλεύω με τη λογική της πλοκής – γεννιούνται οργανικά, συνήθως από μία εικόνα ή από έναν ρυθμό. Και όταν εμφανίζονται, φροντίζω να τις προστατεύσω. Να τους δώσω χώρο μέσα στο κείμενο. Γιατί εκεί κρύβεται συχνά ο πυρήνας μιας ιστορίας: σε κάτι που δεν εξηγείται πλήρως, αλλά σε ακολουθεί μετά το τέλος του βιβλίου.
Το βιντεοκλάμπ ως σκηνικό μοιάζει με ένα ρετρό καταφύγιο μέσα σε μια ψηφιακή, σκληρή εποχή. Γιατί το διάλεξες; Εχει συμβολική σημασία για εσένα;
Μέχρι τα πρώτα έτη στη σχολή, ήμουν τακτικός πελάτης των βιντεοκλάμπ (έπειτα ήρθε το streaming), οπότε είναι χώροι που τους έχω συνδέσει με το παρελθόν. Σκέφτηκα πως ένας τέτοιος χώρος, ένα απομεινάρι μιας άλλης εποχής, θα ταίριαζε στο ύφος της ιστορίας και πιο ειδικά στον Λάζαρο, ως βιτρίνα της ζωής του.
Αν ο Λάζαρος στεκόταν μπροστά σου σήμερα, τι θα του έλεγες; Θα τον συγχωρούσες για τις πράξεις του ή θα προσπαθούσες να τον σώσεις από τον ίδιο του τον εαυτό;
Δεν πιστεύω ότι ο Λάζαρος περιμένει κάτι από εμένα ούτε εγώ από αυτόν.
Αν ο «Βινούσκα» γινόταν σειρά στο Netflix, ποιος θα έπαιζε τον Λάζαρο και ποιο τραγούδι θα άκουγε πριν από κάθε «δουλειά»;
Πιστεύω πως ο ρόλος θα ταίριαζε σε κάποιον ηθοποιό όπως ο Πολ Μέσκαλ (Paul Mescal), αν μιλάμε για διεθνή παραγωγή, και στον Χάρη Φραγκούλη για εγχώρια. Τώρα, σε ό,τι αφορά το κομμάτι, ο Λάζαρος είναι φαν της χιπ χοπ/ραπ μουσικής, οπότε ίσως κάτι από το άλμπουμ «D-Day» του SUGA.