Ποιο ήταν το αρχικό σας κίνητρο για να γράψετε το βιβλίο σας «Κόκκινες ψυχές»;
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ, αναρωτήθηκα για τις περικοπές που έγιναν από τη λογοκρισία. Ορισμένες από αυτές τις περικοπές, πολιτικές εάν θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε, μου φαίνονταν πλήρως δικαιολογημένες, εάν κάποιος βρίσκεται στο πλευρό της σοβιετικής εξουσίας. Αλλά άλλες περικοπές μού φαινόταν ότι απηχούσαν λογοτεχνικές επιλογές. Εχει κανείς, πότε πότε, την εντύπωση ότι περισσότερο από λογοκριτής (που θα ήθελε ν’ απαγορεύσει ένα επιλήψιμο περιεχόμενο), ένας επιμελητής (που θα επεδίωκε να ενισχύσει το κείμενο) βρίσκεται επί το έργον. Εχοντας αυτό υπόψη, η φαντασία μου οργίασε. Κι εάν ο λογοκριτής του «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» ήταν λάτρης της λογοτεχνίας;
Μέσα από την καθημερινή ρουτίνα δύο νέων ανθρώπων, γράφετε για τη ζωή στη Μόσχα μετά το θάνατο του Στάλιν. Πώς ήταν η ζωή την εποχή που περιγράφετε;
Θα έπρεπε να θέσετε αυτή την ερώτηση σε εκείνους που έζησαν αυτή την περίοδο. Πιστεύω ότι η ζωή στην ΕΣΣΔ είχε, όπως κι αλλού, τις ευτυχισμένες μέρες της και τις θλιμμένες μέρες της. Καθώς και ότι το βάρος του εξαναγκασμού βιωνόταν πολύ διαφορετικά, ανάλογα με το εάν ήσουν δήμιος, θύμα ή καλός τύπος. Αλλά πιστεύω, επίσης, ότι δήμιος, θύμα και καλός τύπος έχουν όλοι το μερίδιό τους στην ανθρωπιά. Οτι εάν οι ήρωες υπάρχουν, αυτοί είναι, επίσης, και αντι-ήρωες.
Και μετά, ήρθε η στροφή του Χρουστσόφ. Τι περίμεναν οι άνθρωποι από αυτόν να αλλάξει;
Η άφιξη του Χρουστσόφ φαινόταν να φέρνει έναν δυνατό, φρέσκο αέρα… σαν κάποιος να άνοιξε το δωμάτιο. Βρίσκουμε τα ευεργετικά αποτελέσματα λίγο-πολύ παντού στους τομείς της εφαρμογής της διανόησης. Ωστόσο, η αναγνώριση μίας συγκεκριμένης ελευθερίας δεν έγινε χωρίς κινδύνους. Και ορισμένοι αναρωτήθηκαν εάν αυτή η ελευθερία δεν ήταν, σε τελική αναγωγή, ένα δηλητήριο. Ακόμη και σήμερα, ένας μεγάλος αριθμός Ρώσων έχει, έτσι, μια πολύ κριτική άποψη για τον Χρουστσόφ και γι’ αυτόν που θα είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο διάδοχός του: τον Γκορμπατσόφ. Είναι πιθανό ότι όταν ο Χρουστσόφ ανεβαίνει στην εξουσία, οι Σοβιετικοί δεν περιμένουν τίποτα. Ισως λίγο περισσότερη άνεση. Αλλά οι καλλιτέχνες είναι κατακτητές. Θέλουν πάντα να αναζητούν ολοένα και περισσότερη ελευθερία. Το έκαναν επί Χρουστσόφ με πιο μεγάλη ελευθερία κινήσεων.
Ο Ρώσος Βλαντίμιρ Κατούτσκοφ και ο Ουκρανός Πάβελ Γκολτσένκο συναντιούνται τυχαία. Ποια είναι τα στοιχεία της φιλίας τους που διαρκεί τόσο πολύ;
Η φιλία τους κρατά χάρη στην ανάμνηση μίας χρυσής εποχής που είχε γαλουχηθεί από τον κινηματογράφο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Βασίζεται πάνω σ’ ένα είδος αδελφοσύνης στο απαγορευμένο. Αλλά, επίσης, και πάνω στο αίσθημα ενοχής του Βλαντίμιρ Κατούτσκοφ απέναντι στην οδύνη που υπέμενε γι’ αυτόν ο Πάβελ Γκολτσένκο.
Ο Βλαντίμιρ εργάζεται στην Γκλαβλίτ, την επίσημη υπηρεσία για τη λογοκρισία στην ΕΣΣΔ. Γιατί υπήρχε αυτή η λογοκρισία;
Η ΕΣΣΔ είχε ως φιλοδοξία να δημιουργήσει έναν νέο άνθρωπο. Να χτίσει έναν νέο κόσμο. Επρεπε, λοιπόν, να διαγράψει ολοσχερώς το παρελθόν. Να εφεύρει μία τέχνη που θα υπηρετούνταν από τεχνικές τελευταίας λέξης και από μία οργουελιανή γλώσσα. Επρεπε, ομοίως, να βρει μία νέα χρήση για συγκεκριμένους συμβολικούς τόπους. Να μεταμορφώσει τις εκκλησίες σε παγοδρόμια, σκεπαστές δημόσιες αγορές σπόρων ή πεδία βολής για εκτελέσεις.
Η Γκλαβλίτ εξετάζει εξονυχιστικά τα γραπτά συγγραφέων όπως ο Παστερνάκ, ο Μπουλγκάκοφ, η Αχμάτοβα και ο Σολζενίτσιν, καθώς και τις ταινίες του Ταρκόφσκι ή της Σέπιτκο. Πώς αντιδρούσαν όλοι αυτοί οι δημιουργοί στην παρέμβαση και την επιτήρηση της δουλειάς τους;
Ηταν πανούργοι. Αληθινοί μυστικοί πράκτορες, που μερικές φορές μέχρι και τα κείμενά τους έσωζαν σε μικροφίλμ. Γνώριζαν, επίσης, να καλύπτονται. Να βρίσκουν κάποιες φορές τα πιο απρόσμενα μέσα. Η Λαρίσα Σέπιτκο έτσι κατόρθωσε να κάνει την ταινία «The Ascent», μία ταινία αρκετά χριστιανική… χάρη στον αρχηγό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λευκορωσίας. Αλλά ήταν, επίσης, μάρτυρες. Πόσα αριστουργήματα δεν χάθηκαν; Δεν θα το μάθουμε αναμφίβολα ποτέ. Η επιβίωση του βιβλίου «Ζωή και Πεπρωμένο» του Γκρόσμαν είναι, για παράδειγμα, σωστό θαύμα. Δεν πιστεύω, από την άλλη, ότι πρέπει να πιστεύουμε υπέρμετρα στην αυτολογοκρισία: εάν κάποιος εγκαταλείπει ένα σχέδιο, οφείλεται συχνά στο ότι δεν αξίζει τον κόπο. Και από τη στιγμή που κάποιος το υλοποιεί, είναι για να συντρίψει κάτι.
Στην Γκλαβλίτ αποφάσιζαν ποιοι συγγραφείς θα μεταφράζονταν και ποια κομμάτια θα εξαιρούνταν από τα αρχικά σενάρια. Είναι δυνατό για τη λογοτεχνία να αναπτυχθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Είναι πάντα πιθανό για τη λογοτεχνία να ζήσει – ακόμη κι εάν έπρεπε να το κάνει κρυφά. Η λογοτεχνία είναι σαν το παράσιτο: είναι η ίδια η ζωή. Αλλά για έναν συγγραφέα, το να βρει τους αναγνώστες του είναι πάντα μία πρόκληση. Ακούμε δύσκολα αυτόν που μιλάει μέσα στο πλήθος. Κυρίως εάν η φωνή του καταπνίγεται από αυτές που ωφελούνται από τα μεγάφωνα της εξουσίας – αυτής που είναι, άλλωστε, πολιτική ή/και οικονομική. Για να καταφέρεις να ζήσει η λογοτεχνία, όπως και η ορμή στη συγγραφή, είναι η απαίτηση στην ανάγνωση που πρέπει να ξέρεις να καλλιεργείς.
Τι συνέβη με τον Τύπο; Υπέστη την ίδια λογοκρισία;
Ο Τύπος, όπως μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί στην Ευρώπη, δεν υπήρχε. Υπήρχε η «Αλήθεια». Και η σιωπή.
Τι εντυπωσίασε τον Βλαντίμιρ ως λογοκριτή, ώστε να νιώσει έλξη από την καλή λογοτεχνία και ν’ αρχίσει να τη μελετά;
Το ίδιο πράγμα που ώθησε τον Αδάμ και την Εύα να εγκαταλείψουν τον Παράδεισο: η αναγκαιότητα να μάθουν, να γνωρίσουν και να ζήσουν. Με μία λέξη, η περιέργεια. Και το αίσθημα που αισθάνεται κανείς όταν εξερευνά άγνωστα εδάφη.
Κάποιοι κριτικοί έγραψαν ότι οι «Κόκκινες ψυχές» είναι μία ωδή στη φιλία που ενώνει τους ανθρώπους μέσα από τις δοκιμασίες και το χρόνο. Πώς θα περιγράφατε εσείς το βιβλίο σας;
Εγραψα τις «Κόκκινες ψυχές» με την επιθυμία να μοιραστώ ταινίες, βιβλία και ερωτήματα. Οπως ένα πιτσιρίκι που θα ήθελε να δείξει τους θησαυρούς του σ’ ένα φίλο. Ενα κοχύλι, μέσα στο οποίο ακούς τη θάλασσα. Ενα πούπουλο σπάνιου πουλιού. Δεν είναι σωστό που τόσα αριστουργήματα παραμένουν αγνοημένα. Που τόση ομορφιά παραμένει στοιβαγμένη στα ντουλάπια. Η λογοτεχνία υπάρχει, επίσης, για να αποτίει φόρο τιμής στους μεγάλους ξεχασμένους.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Στέλλα Ζουμπουλάκη
WHO IS WHO
Ο Πολ Γκρεβεγιάκ γεννήθηκε το 1981. Σπούδασε Φιλολογία και Πολιτικές Επιστήμες. Οι «Κόκκινες ψυχές» τιμήθηκαν με το βραβείο Roger Nimier. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημα «Αφέντες και δούλοι», ένα ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα για την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, για την ελευθερία της τέχνης και τον ολοκληρωτισμό, και το οποίο, επιπλέον, εξετάζει με ευαισθησία και οξυδέρκεια τη σχέση πατέρα-γιου.