Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Το χρονικό μιας αντιηρωικής μέρας
Μια σειρήνα ήχησε και ακούστηκαν φρένα. Το περιπολικό σταμάτησε μπροστά τους σαν να έστηναν μπλόκο. Τότε απλά ήξερε. Ηξερε πως ό,τι ήταν μπροστά τους γινόταν στόχος
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αθήνα, Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973
Θα γίνει φοιτήτρια. Ακόμα δεν είναι φοιτήτρια. Εξακολουθεί να ταιριάζει στην περιγραφή, γιατί υπάρχει μόνο μία φοιτήτρια που είναι πάντα η φοιτήτρια που ταιριάζει στην περιγραφή.
Ταγάρι, και μέσα στο ταγάρι η «Αντιγόνη». Σακάκι κοτλέ, παντελόνι καμπάνα. Ατημέλητα μαλλιά. Η κόρη της δεν είναι ακόμη φοιτήτρια.
Μια σειρήνα ήχησε και ακούστηκαν φρένα. Το περιπολικό σταμάτησε μπροστά τους σαν να έστηναν μπλόκο. Τότε απλά ήξερε. Ηξερε πως ό,τι ήταν μπροστά τους γινόταν στόχος. Της είπε «πέσε κάτω. Πέσε κάτω τώρα».
Το δωμάτιό της γειτόνευε με την κουζίνα. Τις τελευταίες μέρες την άκουγε που γυρόφερνε. Μάζευε βιβλία και τετράδια. Ακουγε φωνές και εκκλήσεις από τις ραδιοσυχνότητες του Πολυτεχνείου. Ολη η Αθήνα ακούει τον σταθμό, τα Ι.Χ., τα ταξί. Γιατί όχι και η κόρη της. Ηδη μέρες πολλές τώρα:
«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Το παιδί ταραζόταν. Δεν έτρωγε. Χρειαζόμαστε φάρμακα. Παρακολουθούσε τα μαθήματά της. Προσηλωμένη. Σχολείο, φροντιστήριο, αγγλικά. Προετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές. Αυτό πίστευε. Αυτό ήθελε να πιστεύει.
Αυτό το πρωί, άκουσε πάλι τα συνθήματα των ελεύθερων πολιορκημένων φοιτητών. Ακουσε το μέταλλο στη φωνή της φοιτήτριας. Μία βαθιά εισπνοή και έφυγε από το σπίτι.
11:00
Ανέβηκε την Αγίου Μελετίου. Κατέβηκε την Πατησίων προς την Ομόνοια. Στην πύλη του Πολυτεχνείου σταμάτησε. Εμοιαζε με φοιτήτρια. Το ταγάρι. Τα ατημέλητα μαλλιά. Της έδωσαν προκηρύξεις. Στην αγχόνη, μία καρικατούρα του δικτάτορα. Τα βλοσυρά φρύδια. Το μαύρο μουστάκι. Από κάτω το αναμμένο κάρβουνο «Κάτω ο Παπαδόπουλος. Εξω η Χούντα».
Σταματούσε τα περαστικά αυτοκίνητα. Κατέβαζαν τα τζάμια οι οδηγοί. Της διοχέτευαν και άλλα φύλλα πολυγράφου μέσα από τα κάγκελα. Είχε κολλήσει απέξω για ώρες. Θα επέστρεφε. Το απόγευμα. Θα αγόραζε από το φαρμακείο ασπιρίνες και άλλα αναλγητικά. Γύρισε σπίτι με τα πόδια. Δεν είπε τίποτα.
18:00
Εφυγε για το φροντιστήριο. Αγόρασε απ’ τον περιπτερά κουλούρια. Τα έβαλε σε τσάντες, αλλού οι ασπιρίνες και τ’ άλλα αναλγητικά. Τα έδωσε στα χέρια ανάμεσα στα κάγκελα. Η πύλη κλειστή με σιδερόβεργα.
Πήγε στο μάθημά της. Η φίλη της επέμενε να πάνε μαζί στη σχολή. Εκείνη θα έμενε ν’ ακούσει τον καθηγητή. Πίσω από την κολόνα, όρθιος, απήγγελλε «Αντιγόνη». Εβαζε σαν χωνί τα χέρια του στο στόμα. Οσο περνούσε η ώρα μεταμορφωνόταν η φωνή. Σαν βρόχος που της έκοβε τον λαιμό η βία της να εκφράσει οργή. Ο Κρέων γεννημένος ρητά να ισοπεδώσει την ορμή.
20:45
Σκάνε δακρυγόνα. Τζάμια σπάνε ανάμεσα στα πόδια παιδιών. Μάτια τρέχουν χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει ή τι θα συμβεί· παντού, ξέφρενα, από θρανία και διαδρόμους, από τον μύθο της επιλογής. Από τον μύθο της ελευθερίας. Ενα κορίτσι που δεν γνώριζε. Που σίγουρα σκεφτόταν άλλα καθώς έφευγε να γλιτώσει από τη Λόντου, απ’ τη Σουλίου, από τη Σόλωνος, προς την Πάρνηθα, προς την Κεφαλληνίας, προς τη Σωζοπόλεως.
21:00
Η κόλαση παντού στους δρόμους. Μπουκάλια με υγρά που άναβαν. Πυρά φρουρών. Λεωφορεία σταματημένα σαν οδοφράγματα. Και σφαίρες. Απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτε που όφειλε να γνωρίζει· τι θα την άλλαζε, όμως, από άτομο σύμβολο; Κατέβηκε την Πατησίων. Το φροντιστήριο ήταν στη Σόλωνος. «Ελάτε να πάρετε την κόρη σας». Το ξάφνιασμα στη ραχοκοκαλιά. Αναγνωρίζει την αμηχανία. Καταλαβαίνει πως είναι άσκοπο να κάνει σκέψεις. Κλείνει απότομα την πόρτα. Τρέχει.
Είχε ζήσει την Κατοχή. Τα Δεκεμβριανά. Κοριτσάκι. Είχαν ταΐσει αντάρτες στο σπίτι. Το είχαν επιτάξει Εγγλέζοι, Γερμανοί και Ιταλοί. Και είχαν όπλα. Τα μάτια της μεγάλωσαν. Τρέχει.
Μέσα σε καπνούς, δακρυγόνα, αέρια, χημικά. Να πείσει τον εαυτό της ότι θα προλάβει να φτάσει στο φροντιστήριο πριν από τις φωτιές. Παρατηρεί τους δρόμους. Τα δέντρα του φθινοπώρου. Τον κόσμο που έβγαινε απορημένος από τις πολυκατοικίες. Τον κόσμο που έμπαινε μέσα τους βιαστικά. Τους διαδηλωτές. Τις αύρες. Τους χλομούς ένοπλους κρανιοφόρους στρατιώτες, και πάνω στα κάγκελα τα κορίτσια και τ’ αγόρια.
«Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, αδέρφια μας στρατιώτες». Πυροβολισμοί. Οι συμπαγείς ράβδοι. Ξυλοδαρμοί. Mια περίμετρος που στράβωσε και πρέπει τώρα ν’ αποφύγει. Στρίβει στη Στουρνάρη προς Σόλωνος. Φτάνει στη Λόντου. Την περιμένει η κόρη της στην είσοδο. Με μια κίνηση αβρότητας, ο δάσκαλός της την παραδίδει. «Μη στέκεστε.
Φύγετε. Τρέξτε». «Από πού να φύγουμε; Προς τα πού να φύγουμε;». «Γιατί στέκεστε; Φύγετε. Τρέξτε».
Είχα τέτοια μανία μέσα μου που νόμιζα πως όλα τα σταματημένα αυτοκίνητα ήταν περιπολικά. Το τρένο δεν λειτουργεί. Αυτή δεν οδηγεί. Οι οδηγοί παρακαλούνται να αποφεύγουν το κέντρο της Αθήνας, διότι σημειώνονται θλιβερά έκτροπα. Ο αστυνομικός βγαίνει από το άσπρο αυτοκίνητο. Και είναι ήρεμος. Ετσι φαίνεται. Ξέρει ότι αυτό είναι λάθος. Πρέπει να δείχνει ήρεμη.
Ετσι φαίνεται. Γιατί να μιλήσει, αν δεν έχει κάνει τίποτα λάθος; Αυτό είναι λάθος. «Πέσε κάτω. Πέσε κάτω τώρα». Κρατάει την κόρη της. Τα μάτια τους τρέχουν. «Προς τα πού να πάμε;». «Η κόρη μου είχε μάθημα. Στο φροντιστήριο». Τώρα δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε.
«Βάλε κραγιόν γύρω από τα μάτια σου και πήγαινε μέσα από το Πεδίον του Αρεως. Απόφυγε την Πατησίων».
Αποφεύγει εκείνος να κοιτάξει την κόρη της. Σαν να μην υπάρχει. Σαν να μη μοιάζει με φοιτήτρια. Ζω; Δεν το πιστεύω. Την έσωσα; Στρίβουν αριστερά και πάνε όλο αριστερά προς τη Σχολή Ευελπίδων.
Περνούν μέσα από την Κυψέλη. Περπατούν γρήγορα. Ο αέρας ανασηκώνει τις άκρες των μαλλιών. Σκέφτεται τη ζωή που θα θελε να ζήσει. Νιώθει το βάρος της ανάσας της. «Βούτυρο κακάο για τη βία. Εδώ Πολυτεχνείο. Παρακάμψτε τις βασικές αρτηρίες».
Φτάνουν επιτέλους μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας τους. Και πρέπει ν’ αφήσει τη μέρα να φύγει. Ν’ ανοίξει την πόρτα στους ήχους της νύχτας που δεν είχε ακόμα τελειώσει. Να επανέλθει το γρηγορότερο δυνατό στο μικρό, στο ασήμαντο;