Την άποψη αυτή αντικρούει η υπεράσπιση: πρόκειται «για πρωτότυπο έργο, πιστοποιημένη ήδη από τη δημιουργία του». Οι απόψεις διίστανται επίσης και για τον πίνακα «Μαρία», ένα λάδι σε χαρτόνι, που καλύπτεται από ασφάλεια ύψους 28 εκατ. δολαρίων.
Το αποκορύφωμα όμως είναι η προσωπογραφία της Χάνκα Ζμπορόφσκα, συζύγου του μεγαλύτερου μαικήνα του ζωγράφου, που από το 1972 με όλες τις σφραγίδες του ιταλικού κράτους έχει κατοχυρωθεί ως έργο εθνικού ενδιαφέροντος. «Το πρόσωπο, το αυτί, ο λαιμός, έχουν ζωγραφισθεί με χρώματα άλλης εποχής. Είναι χονδροειδώς πλαστογραφημένο», όπως διατείνονται οι ειδήμονες που επικαλείται η εισαγγελία. «Πιστοποιημένο και κατοχυρωμένο από την δημιουργία του», αντιτείνουν οι ειδικοί που εξέτασαν το έργο για λογαριασμό του ιδιοκτήτη του.
Η ιδιότυπη τούτη αναμέτρηση ανάμεσα σε ειδικούς, ιστορικούς τέχνης, στελέχη του ιταλικού υπουργείου Πολιτισμού, καθηγητών πανεπιστημίου, των καραμπινιέρων—με τους οποίους συνεργάζονται ακόμη και το FBI και το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών, ξεκίνησε αφ’ ότου η εισαγγελία της Γένοβας κατέθεσε ένταλμα ερευνών σχετικά με την κατάσχεση 21 έργων του Μοντιλιάνι, τον Ιούλιο του 2017, από το Παλάτι των Δουκών (Παλάτσο Ντουκάλε), όπου εφιλοξενείτο μία έκθεσή του. Έκτοτε ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες έρευνες για πλαστογραφία και εξαπάτηση αναφορικά με έργα του διάσημου καλλιτέχνη.
Κατηγορούμενοι στη δίκη είναι έξι πρόσωπα: ο Ούγγρος ιδιοκτήτης της Global Art Exhibitions της Νέας Υόρκης, που στην έκθεση της Γένοβας είχε φέρει 11 έργα, ο επιμελητής της έκθεσης Ρούντι Κιαπίνι, ο Μάσιμο Βίτα Τζέλμαν της MondoMostre Skira και οργανωτής της έκθεσης, οι Νικολό Σποντσίλι και Ρόζα Φαζάν, διευθυντής εκθέσεων και στέλεχος του εκδοτικού οίκου Skira αντίστοιχα και ο Πιέτρο Πεντρατζίνι, ιδιοκτήτης της προσωπογραφίας του Χαϊμ Σούτιν, που είχε δανείσει στην έκθεση στη Γένοβα.
Πρόκειται για μία απίστευτη έρευνα, κυρίως γιατί αφορά σε πασίγνωστα έργα, που έχουν γίνει αντικείμενο θαυμασμού σε πολυάριθμες εκθέσεις στη Ρώμη, τη Σεούλ, τη Βόνη, τη Μόσχα, το Λουγκάνο και αλλού. Προκαλεί δέος ο αριθμός των έργων που θωρούνται πλαστά και κατασχέθηκαν (20, καθώς το ένα επεστράφη στον ιδιοκτήτη του). Έκπληξη επίσης αποτελεί και ο αριθμός των ειδικών (πέντε), που υποστηρίζουν την πλαστότητα των έργων—αν και δεν συμφωνούν όλοι για όλους τους πίνακες, για κάποιους υπάρχουν διϊστάμενες απόψεις. Μάλιστα, η γραφολόγος Ιλάρια Γκότσι δηλώνει μετά πάσης βεβαιότητος πως «η υπογραφή είναι πλαστή σε τουλάχιστον ένδεκα έργα». Ενώ και η Ιζαμπέλα Κουατρόκι, που συνεργάζεται με πολλές εισαγγελικές αρχές στην Ιταλία έχει απορρίψει πολλά από τα έργα του Μοντιλιάνι ως πλαστά. Και τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ειδικής ομάδας Ris των καραμπινιέρων, που κλήθηκαν να εξετάσουν τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεσή τους, αποφαίνονται πως «13 έργα δεν είναι συμβατά με την ιστορική περίοδο, στην οποία αποδίδεται η δημιουργία τους», δηλαδή την διάρκεια της δραστηριότητας του Μοντιλιάνι, ο οποίος απεβίωσε το 1920. Σε επτά από τα έργα δεν έχουν εντοπισθεί κάποιες σχετικές ανωμαλίες.
Για τις διωκτικές αρχές υπάρχει ένα δίκτυο που διοχετεύει πλαστά έργα στη διεθνή αγορά. Το σύστημά του είναι η συμπερίληψη ενός τέτοιου έργου σε μία μεγάλη έκθεση και σε κάποια σημαντική συλλογή, έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό εν τοις πράγμασιν από την κοινότητα των ειδικών. Σε όσο περισσότερες εκθέσεις συμμετέχει ένα έργο, τόσο πιο διάσημο και αναγνωρίσιμο γίνεται και κατά συνέπεια θεωρείται αυθεντικό και πολύτιμο. «Επ’ απολύτου ωφελείας του ιδιοκτήτη του», επισημαίνει το Γραφείο Προστασίας Εθνικής Κληρονομιάς των καραμπινιέρων που υπογράφει το σχετικό κατηγορητήριο.
Παράδειγμα; «Από το 1995 ως σήμερα, ο Γκούτμαν έχει καταφέρει να αυξήσει την τιμή του ‘γυμνού της Σελίν Χάουαρντ’ από 250.000 σε 42 εκατ. δολάρια», όπως τονίζει η ίδια πηγή. Το εξηγεί άλλωστε και ο τότε ιδιοκτήτης του, ο Ελβετός Ζεράρ ντε Σερζάτ, που ομολόγησε πως ο Γκούτμαν του πρότεινε να αποκτήσει τον πίνακα και επίσης πρότεινε την συντηρήτριά του και για την οργάνωση των όλων των υπολοίπων ασχολείται εκείνος. Για τον δανεισμό του πίνακα δεν πληρώνει τίποτα καθώς όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή του σε εκθέσεις, τόσο αυξάνει η τιμή. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: 42 εκατ. δολάρια η αξία του, μολονότι οι ειδικοί ορκίζονται πως η υπογραφή είναι εμφανώς πλαστή.
Στη μεθοδολογία του ‘καθαγιασμού’ των πινάκων συμμετείχε και ο Μαρκ Πατρίς Οτάβι, επίσημος συντάκτης του καταλόγου του Μοϊζέ Κίσλινγκ, του καλλιτέχνη και φίλου του Μοντιλιάνι, έργα του οποίου συμμετείχαν στην έκθεση στη Γένοβα, προσφέροντας ψευδείς προελεύσεις έργων, πληροφορίες γι’ αυτά και για ανύπαρκτες συλλογές, με στόχο να παραπλανήσει οικογένειες συλλεκτών, επιμελητές και συντηρητές». Και με τελικό στόχο μία έκθεση στο Εθνικό Μουσείο, που αποτελεί την πλήρη νομιμοποίηση του έργου και που καθιστά αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητά του.
Κύριος κατηγορούμενος στην υπόθεση ο Γκούτμαν, που από 20ετίας εργάζεται στη Νέα Υόρκη, ενώ προηγουμένως δραστηριοποιείτο και στο Λος Άντζελες. Η εταιρεία του, η Global Art Exhibitions προάγει την τέχνη και οργανώνει εκθέσεις σε όλον τον κόσμο, ή συμμετέχει σε σημαντικά γεγονότα της τέχνης. Το FBI έχει ενδιαφερθεί για τις δραστηριότητές του και πέρυσι εισέβαλε στο διαμέρισμά του στο Παρκ Άβενιου της Νέας Υόρκης για την υπόθεση των πλαστών Μοντιλιάνι.
Ο Γκούτμαν διατείνεται πως όλα τα έργα είναι αυθεντικά και επιτίθεται κατά του ειδικού στο έργο του Μοντιλιάνι Μαρκ Ρεστρελίνι, που ζει κι εργάζεται στο Παρίσι, κατηγορώντας τον ότι επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο να αναγνωρισθεί ως ο απόλυτος γνώστης του έργου του λιβορνέζου ζωγράφου.
Με την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Μοντιλιάνι, η υπόθεση έχει δημιουργήσει μία ζοφερή ατμόσφαιρα γύρω από το έργο του. «Όταν θα γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου», έλεγε ο αισθαντικός ζωγράφος. Όμως, σήμερα ποιος ξέρει τι είδους μάτια θα ζωγράφιζε εάν έβλεπε τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη δίκη για τα πλαστά του έργα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ