Όταν ο Καποδίστριας έφτανε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1928, κατευθείαν από την τσαρική αυλή και με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων δυνάμεων, η εικόνα της Ελλάδας ήταν τόσο τραγική, που μπορούσε να χαρακτηριστεί «μαγιά» χώρας και όχι χώρα. Την έκτασή της αποτελούσαν ουσιαστικά μόνο η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, αλλά ακόμα και σε αυτά τα ελάχιστα εδάφη, δεν κυριαρχούσε το εθνικό κράτος αλλά οι τοπικοί αρχηγοί και κοτζαμπάσηδες. Για την οικονομική κατάσταση αρκεί να σημειώσουμε την αναφορά που έκανε στον Καποδίστρια ο πρώτος υπουργός Οικονομικών της χώρας Λιδωρίκης : « Εξοχότατε, όχι μόνο χρήματα δεν υπάρχουν έν τω ταμείω, αλλ΄ ούτε ταμείων υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ…».
Ο Καποδίστριας μπορεί να ήταν ένας χαρισματικός διπλωμάτης, αλλά είχε μάθει να δουλεύει με όλες τις υποδομές στα χέρια του, και έχοντας δίπλα του εξειδικευμένους ανθρώπους να τον βοηθάνε. Τίποτα όμως από αυτά δεν ίσχυε στην Ελλάδα. Όταν την τέταρτη ημέρα που βρισκόταν στην χώρα επισκέφθηκε την Αίγινα, το θέαμα, που ήταν μια μικρογραφία του τι γινόταν σε όλη την χώρα, τον άφησε άφωνο:« Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ είς την Αίγινα δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην δει…». Στο ίδιο πνεύμα και μια επιστολή προς τον αδελφό του Βιάρο στην Κέρκυρα :« Άν έχεις οπωσούν διάθεσιν να αλλάξεις την ειρηναίαν ζωήν σου με τον Άδην, και θέλεις να τον δοκιμάσεις ολίγας τίνας ημέρας ημπορείς να κάμεις και μιαν έξοδον μέχρι της Ελλάδος».
Η λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την περίοδος διακυβέρνησης του Καποδίστρια είναι η σύγκρουση. Κατ’ αρχήν έπρεπε να συγκρουστεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Βαθιά συντηρητικός ο ίδιος, μεγάλωσε σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον που αγνοούσε την σημασία του λαού ως βασικού συντελεστή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και στην συνέχεια με τα «διαπλεκόμενα» της εποχής κατάλοιπα της τουρκοκρατίας, οι κοτζαμπάσηδες και οι μεγαλοτσιφλικάδες. Αυτοί για τους οποίους έγραφε « … άνθρωποι υπό την τουρκικήν εξουσίαν πολύ χρόνον μαθητεύοντες, δεν καταλαμβάνουσιν ευκόλως ότι δια μόνης την ευνόμου συστάσεως της ιδιοκτησίας δύνανται να συνταξώσι και την πολιτείαν των, αλλά προτιμώσι την παρούσαν κατάστασιν, θέλοντες είναι πάντοτε αρχηγοί μάλλον ακτημόνων ανθρώπων παρά πολίτες έκαστοι νόμιμον ιδιοκτησίαν, έστω και ολίγων στρεμμάτων».
Εκπρόσωπος ο ίδιος της Ρωσικής διπλωματίας, έπρεπε να ισορροπήσει στην διεθνή διπλωματική σκακιέρα έχοντας στα χέρια το πιο αδύναμο πιόνι της εποχής, την κατεστραμμένη και ανυπόληπτη διπλωματικά Ελλάδα. Και φυσικά, έπρεπε να συγκρουστεί με την αντίληψη του ίδιου του λαού, που είχε κληθεί να κυβερνήσει. Μετά από τις εκατοντάδες χρόνια υποδούλωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο ελληνικός λαός είχε απολέσει τα δημοκρατικά του αντανακλαστικά και θεσμούς, ταυτίζοντας την έννοια του κράτους με την καταπίεση και την σκληρή φορολογία. Ο Καποδίστριας πίστευε ότι αυτός ο λαός δεν μπορούσε να περάσει αμέσως από την απόλυτη ασυδοσία στους δημοκρατικούς θεσμούς, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να έρθει πρώτα η οικονομική και πολιτική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, με πρώτο στόχο την δημιουργία της μεσαίας τάξης, που θα επιτυγχάνονταν με την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας.
Όπως ήταν φυσικό, οι συγκρούσεις αυτές έφεραν πολλές ρήξεις, χωρίς όμως να φέρουν πάντα και αποτελέσματα. Έτσι, μετά την πρώτη περίοδο της παντοκρατορίας του, οι αντίπαλοί του άρχισαν να συσπειρώνονται. Και δεν ήταν λίγοι. Κατ’ αρχήν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι για τους οποίους ο Καποδίστριας σήμαινε απλά ότι η Ελλάδα ήταν στην Ρώσικη σφαίρα επιρροής, αμέσως μετά οι προύχοντες της εποχής, που έβλεπαν ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους, και φυσικά ένα τμήμα του λαού, που εξαντλημένο από τις πολύχρονες κακουχίες ζητούσε να κατ’ αρχήν να ζήσει, και αμέσως μετά περισσότερα δημοκρατικά δικαιώματα.
Το 1831 ήταν μια ακόμα δύσκολη χρονιά στην διακυβέρνηση Καποδίστρια, μια και έχοντας πάντα περισσότερα προβλήματα από λύσεις, γινόταν περισσότερο αυταρχική και αντιδημοκρατική. Ανέστειλε εκβιαστικά το Σύνταγμα της Τροιζήνας με την απειλή τις φυγής του Καποδίστρια από την Ελλάδα σε αντίθετη περίπτωση, διέλυσε την Βουλή αντικαθιστώντας την με το χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα συμβουλευτικό σώμα «Πανελλήνιον». Παράλληλα, δεν είχε πραγματοποιήσει το σημαντικότερο αίτημα του αγροτικού κόσμου που ζητούσε το μοίρασμα της γης στους ακτήμονες.
Αυτό το άσχημο αντικυβερνητικό κλίμα προσπάθησαν να αξιοποιήσουν οι πρέσβεις τις Αγγλίας και τις Γαλλίας στο Ναύπλιο υποδαυλίζοντας τις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις.
Το καλοκαίρι του 1831 πήρε σκληρά μέτρα εναντίον των κατά τόπους των εναντίων του εξεγέρσεων φυλακίζοντας τους σημαντικότερους αξιωματικούς της αντιπολίτευσης. Ανάμεσα εξεγερμένους κατά τις κυβέρνησης, βρίσκεται και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο οποίος κλείνεται σε φυλακή στο Μπούρτζι με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για υποκίνηση στάσης κατά τις κυβέρνησης. Η μακροχρόνια έλλειψη ισχυρής εθνικής βάσης, είχε υπερτονίσει το τοπικό στοιχείο όλων των περιοχών, και έτσι η οικογένεια του θεώρησε την σύλληψη σαν πλήγμα για όλους τους Μανιάτες, και ορκίστηκαν εκδίκηση.
Έτσι όλοι στο Ναύπλιο μιλούσαν για τον κίνδυνο της δολοφονίας του Κυβερνήτη από την οικογένεια του Μαυρομιχάλη, αλλά λίγοι πίστευαν ότι αυτό μπορούσε να γίνει πράξη. Μέσα σε αυτούς βρισκόταν και ο ίδιος ο Καποδίστριας, ο οποίος φαινόταν να μην ανησυχούσε καθόλου. Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου ο Κυβερνήτης ξεκινούσε για την καθιερωμένη του κυριακάτικο εκκλησιασμό. Ο ίδιος ήταν πολύ θρήσκος, κάτι που δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει συνέχεια : «Πρώτα είμαι Έλληνας … γιατί γεννήθηκα σε αυτή την χώρα… Είμαι Έλληνας από πατέρα και μητέρα. Είμαι με την χάρη του Θεού που μου ανέθεσε την κυβέρνησιν αυτού του πτωχού λαού…Είμαι Έλληνας εκ γενετής, από καθαρή αγάπη, από αίσθημα, από καθήκον και από Θρησκεία ».
Πηγαίνοντας προς την εκκλησία μάλιστα, συνάντησε και τους δολοφόνους του ντυμένους στα μαύρα, τους οποίους και χαιρέτησε. Φτάνοντας όμως στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, όταν τους είδε να στέκονται παραστάτες στην πύλη της εκκλησίας, βλέποντάς τους όλοι είδαν ότι φοβήθηκε και κοντοστάθηκε. Μόλις πριν λίγες ημέρες είχε απαντήσει στην απειλή δολοφονίας του :« Αυτά είναι κουβέντες. Αν με σκοτώσουν, θα σκοτώσουν μαζί μου και την πατρίδα». Αυτή την φορά όμως ο κίνδυνος ήταν ορατός και ήταν απέναντι του. Μετά την πρώτη αμφιβολία του, η κίνηση του προς την πύλη ήταν και το τελευταίο του λάθος.
Φτάνοντας στις σκάλες της εκκλησίας, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο αστυνόμος Καραγιάννης τον πυροβολούν έξ επαφής, και ενώ ο κυβερνήτης παραπατάει, ο Γιώργος Μαυρομιχάλης τον μαχαιρώνει δύο φορές στην κοιλιά. Οι σωματοφύλακες του Καποδίστρια δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την επίθεση στον Κυβερνήτη, και το μόνο που κατάφεραν ήταν να κυνηγήσουν τους δολοφόνους μαζί με το πλήθος. Στο ανθρωποκυνηγητό που επακολούθησε σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ενώ ο Γιώργος Μαυρομιχάλης μαζί με τον αστυνομικό συνένοχο, κατέφυγαν στην Γαλλική Πρεσβεία. Η συγκεκριμένη κίνηση δικαίωνε όλους αυτούς που έλεγαν ότι η αυτή η επίθεση ήταν οργανωμένη από τις πρεσβείες της Αγγλίας και Γαλλίας, με στόχο τον περιορισμό της Ρώσικης κυριαρχίας στην χώρα.
Η τελική παράδοση και των δύο στις αστυνομικές αρχές, η βιαστική δίκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη από έκτακτο Στρατοδικείο, και η εκτέλεση του στις 10 Οκτωβρίου 1931, οδήγησε σε μια ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των παθών και σε έναν ακόμη καταστροφικό εμφύλιο που κράτησε έξι μήνες.
Ενδεικτικό του εμφυλιακού κλίματος που ακολούθησε την πρώτη πολιτική δολοφονία μετά την ανεξαρτησία της χώρας, ήταν και τα δημοσιεύματα τις εποχής. Η κυβερνητική « Γενική εφημερίς» θρηνεί τον χαμό του Καποδίστρια : «Γενική εφημερίδα της Ελλάδος» «Τρομερόν και φρικτόν άκουσμα !Μέγα και ανήκουστο δυστύχημα κατέβαλε την Ελλάδα ! Άνδρες αιμάτων κατέβαψαν τας ανοσίους χείρας των εις το αίμα του Πατρός της Πατρίδας», ενώ την ίδια ημέρα η εφημερίδα «Απόλλων» της Ύδρας πανηγυρίζει και γράφει παιάνες για τους δολοφόνους με την πένα του ποιητή Αλεξάνδρου Σούτσου :
«Μιμητής του Αρμαδίου και Αριστογείτων νέος,
σκέπασε Μαυρομιχάλη,
το σπαθί σου με μυρσίνη,
τον προδότης της Πατρίδος
κτύπα, κτύπα και γενναίως
πέθανε καθώς εκείνοι !»
Μέχρι και σήμερα κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Καποδίστριας κυβέρνησε δικτατορικά στηριζόμενος περισσότερο στην στήριξη των ξένων δυνάμεων, κάτι που όταν έχασε τον οδήγησε στην δολοφονία του, και οι περισσότεροι πιστεύουν, ότι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να μπουν οι βάσεις εκσυγχρονισμού της χώρας, έργο που θα ολοκλήρωνε αν δεν ερχόταν η δολοφονία του. Νομίζουμε ότι στο παρακάτω κείμενο του πρώτου κυβερνήτη θα συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές, μια και στην ουσία έγιναν όλα όσα φοβόταν ο πρώτος κυβερνήτης …
« Ένα μόνο φοβούμαι πολύ και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας. Αν η νέα κυβέρνηση τύχη να συγκρουστεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων, αν πλανεθεί ο ελληνισμός και σηκώσει σκοτάδι μεταξύ μας, ώστε εσείς να μην διαβάζεται εις την καρδίαν μου, θολωθούν και μένα οι οφθαλμοί μου, ποιος ηξεύρει που θα πάμε, τι θα γενούμε ;»