Οσο περνούν οι μέρες και ξεδιπλώνεται η πορεία που οδήγησε στη φονική σύγκρουση των τρένων τόσο μεγαλώνουν η οργή και η απελπισία. Διότι αυτή η πορεία δεν ξεκίνησε το βράδυ της Τρίτης, αλλά πολύ νωρίτερα. Επί δεκαετίες ολόκληρες το ρολόι μετρούσε αντίστροφα, αλλά το κοιτούσαμε χωρίς να το βλέπουμε. Εργολαβίες της κακιάς ώρας, διαγωνισμοί για γέλια και για κλάματα, υπουργοί που άλλαζαν χωρίς να αλλάζουν τίποτα εκτός από κορδέλες και γραβάτες, πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι που ευλογούσαν τα γένια τους, επιχειρηματίες που τους ένοιαζε μην κερδίσει το διαγωνισμό ο αντίπαλος, κονδύλια δισεκατομμυρίων ευρώ που χάθηκαν στο δρόμο, λαμόγια που κοίταζαν να βολευτούν και να βολέψουν, Ανεξάρτητες Αρχές που έβλεπαν τα τρένα να περνούν. Και από κοντά, ακατανόητες περικοπές προσωπικού, μεταθέσεις, μετατάξεις σε θέσεις όπου να ’ναι, αρκεί να μπορούν να μιλάνε για εξυγίανση και κινητικότητα υπαλλήλων. Και δεν βρέθηκε ένας πολιτικός προϊστάμενος, ένας εξειδικευμένος τεχνοκράτης, να καταλάβει πως τα τρένα στην Ελλάδα κινούνται στα τυφλά. Υπήρξαν, βέβαια, καταγγελίες που δεν ακούστηκαν και παραιτήσεις που πέρασαν στα ψιλά. Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Για όλα αυτά λοιπόν έχει αξία η συγγνώμη του πρωθυπουργού. Μία συγγνώμη προσωπική, αλλά και για λογαριασμό όλων των προηγούμενων. Και ας μην αρέσει σε κάποιους που προσπαθούν τώρα να βγάλουν την ουρά τους απέξω. Ολοι όσοι κυβέρνησαν αυτή τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, όλοι ανεξαιρέτως, έχουν ευθύνες. Αλλοι έκαναν κακό με τις πράξεις τους και άλλοι με τις παραλείψεις τους. Ομως το σύστημα είναι τόσο σαθρό που δεν μπορεί να επιδιορθωθεί με μπαλώματα. Θα χρειαστούν απίστευτα γενναίες, αδιανόητα σκληρές και εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις που θα φθάσουν στο βαθύ κράτος και θα έχουν πολιτικό κόστος ασήκωτο για μία κυβέρνηση. Αν, λοιπόν, τα κόμματα δεν ομονοήσουν έστω και τούτη την ύστατη ώρα, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Τα παιδιά που χάθηκαν δεν ήταν ούτε γαλάζια ούτε ροζ ούτε πράσινα. Ηταν τα δικά μας παιδιά, τα παιδιά της Ελλάδας.