Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα για να θωρακίσει τα δημοσιονομικά της μεγέθη μετά την έκρηξη του ελλείμματος το 2020 λόγω της πανδημίας, ενώ διαθέτει αναπτυξιακά αποθέματα που μπορεί να αξιοποιήσει πλήρως στο άμεσο μέλλον.
Με αθόρυβες αλλά ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως η μείωση φόρων και εισφορών, η βελτίωση του επενδυτικού πλαισίου και η επίλυση χρόνιων προβλημάτων όπως το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε δασικές εκτάσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεπέρασε τις επιπτώσεις της αρνητικής διεθνούς συγκυρίας πείθοντας τους αξιολογητές για τις προοπτικές της χώρας.
Οπως επεσήμανε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, μέσα σε 2,5 χρόνια και εν μέσω πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία αναβαθμίστηκε για ένατη φορά και βρίσκεται πλέον μόνο ένα «σκαλί» πριν την επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα που θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη στο μέτωπο των επενδύσεων και θα μειώσει σημαντικά το κόστος δανεισμού της χώρας, χωρίς να εξαρτάται από τις διαθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αλήθεια, όμως, τι βλέπουν οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης και αναβαθμίζουν τις προοπτικές της χώρας;
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Πρώτον, διαβλέπουν τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες, καθώς η τουριστική βιομηχανία, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος της οικονομίας, μπαίνει στη φετινή θερινή περίοδο με δυναμική που παραπέμπει σε έσοδα της χρονιάς-ρεκόρ του 2019. Ηδη η βρετανική εφημερίδα «Guardian» μιλά για αναγέννηση του τουριστικού τομέα, ο αρμόδιος υπουργός Βασίλης Κικίλιας σημειώνει ότι οι αεροπορικές εταιρίες ανταγωνίζονται προκειμένου να αγοράσουν δικαιώματα για περισσότερες πτήσεις προς την Ελλάδα, ενώ 750 κρουαζιερόπλοια θα δέσουν στα λιμάνια της χώρας. Το αρχικό μούδιασμα στον κλάδο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία έχει δώσει τη θέση του στην υψηλή ζήτηση για κρατήσεις, καθώς οι Ευρωπαίοι προτιμούν να ταξιδέψουν κοντά στις χώρες τους και σε ποιοτικούς προορισμούς όπως είναι η Ελλάδα.
Δεύτερον, συνθήκες πολιτικής σταθερότητας. Η εικόνα της Ελλάδας του 2015 δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη σημερινή. Οι επενδυτές διαβλέπουν πολιτική σταθερότητα χωρίς τις περιπέτειες του παρελθόντος, ενώ εκτιμούν τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, τη ταχεία μείωση των ελλειμμάτων μετά την έκρηξη του 2020 και την αναβάθμιση της Ελλάδας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Τρίτον, έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Η Ελλάδα είναι «hot» επενδυτικός προορισμός στην ενέργεια, στην αγορά ακινήτων, στον αγροδιατροφικό τομέα και εσχάτως σε πιο εξειδικευμένους κλάδους, όπως η υψηλή τεχνολογία και η χημική βιομηχανία. Η μνημονιακή περίοδος «υποχρέωσε» αρκετές επιχειρήσεις να αναπτύξουν στοιχεία εξωστρέφειας προκειμένου να επιβιώσουν, επένδυσαν στην καινοτομία και αναζήτησαν πελάτες σε ξένες αγορές. Τώρα επιβραβεύονται για την προσπάθειά τους προσελκύοντας κεφάλαια που αναζητούν ευκαιρίες σε μια αγορά που ήταν υποβαθμισμένη για πολλά χρόνια, όπως η ελληνική.
Ολα αυτά δεν μπορούν να κρύψουν υπαρκτούς κινδύνους που απειλούν να ανατρέψουν τα κεκτημένα της οικονομίας. Η εκτίναξη του πληθωρισμού υπονομεύει την ανάπτυξη και μεγαλώνει τη δυσαρέσκεια των πολιτών, εάν όμως η κυβέρνηση πετύχει αναπτυξιακούς ρυθμούς άνω του 4,5% φέτος, οι απώλειες θα καλυφθούν σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας.
Η εξυγίανση της οικονομίας είναι ένας διαρκής μαραθώνιος, η Ελλάδα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρισκόταν ήδη στην επενδυτική βαθμίδα εάν δεν μεσολαβούσε η πανδημία, όμως και τώρα ο στόχος είναι εφικτός για τις αρχές του επόμενου έτους, ώστε η χώρα να μπει οριστικά στον ενάρετο κύκλο της δημοσιονομικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης.