Είναι σαν να ρωτάς έναν σκακιστή τι επιδιώκει προτού καθίσει απέναντι στον αντίπαλο. «Να του κάνω ματ» δεν σημαίνει τίποτα. Πώς θα συμβεί αυτό; Θα παίξει ενεργητικά ή συντηρητικά, προκαλώντας τον να επιτεθεί για να ανοίξει τη θέση του; Θα τον εξαντλήσει με παιχνίδι ελιγμών, ώσπου να τον «σπάσει»; Είναι διατεθειμένος να ρισκάρει ή του αρκεί και η ισοπαλία; Και κάτι εξίσου σημαντικό στο σύγχρονο σκάκι – όπως και στον πόλεμο: Πώς θα κατανείμει το χρόνο της μάχης;
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Στα παραπάνω ερωτήματα έρχονται ανάμικτες και διφορούμενες απαντήσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει το υποθετικό μας ερώτημα (που είναι στην πραγματικότητα απορία δισεκατομμυρίων ανθρώπων) ο Τζο Μπάιντεν φανέρωσε χθες κάποια points: «1) Δεν θέλουμε να ανατρέψουμε τον Πούτιν, 2) Δεν θέλουμε να γίνει πόλεμος ΝΑΤΟ – Ρωσίας». Μάλιστα, ας το δεχτούμε. Τότε, γιατί οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν το ουκρανικό οπλοστάσιο με ολοένα πιο εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα και βάζουν τους συμμάχους τους να «μπουκώνουν» με αποτελεσματικά όπλα την Ουκρανία; Είναι θέμα γοήτρου να μην παραδώσει ο Ζελένσκι εδάφη ακόμη κι αν η χώρα του γίνει ολοκαύτωμα ή ο υπέρ πάντων διττός γεωπολιτικός στόχος των ΗΠΑ (γονατισμένη και εξαρτημένη οικονομικά Ευρώπη – στριμωγμένη Ρωσία) υπερισχύει του κινδύνου να γίνει ο πλανήτης πυρηνικό ολοκαύτωμα;
Ο,τι κι αν λέει ο Μπάιντεν, η κρατούσα αυτή τη στιγμή το μαχαίρι και το πεπόνι πτέρυγα του αμερικανικού κατεστημένου παίζει με τη φωτιά, αντί να ακούσει τη «σκεπτόμενη» τάση της (Κίσινγκερ, New York Times) και να δώσει έγκαιρα διέξοδο στον Πούτιν. Σε ό,τι αφορά το αρχικό ερώτημα, μακάρι να ξέραμε τι θέλουν πραγματικά οι Αμερικανοί στην Ουκρανία. Δυστυχώς, δεν είμαστε στο κεφάλι τους.