Ερχονται μέρες που οι ειδήσεις αποτελούν το υλικό ενός αστυνομικού δελτίου. Οπότε διαβάζεις και κρατάς την αναπνοή σου. Μετράς πόσες σφαίρες αλλά και τι είδους σφαίρες και από τίνος διαμετρήματος κάννη βγήκαν και πού βρήκαν το θύμα που τις δέχθηκε. Μετά διαπιστώνεις ότι εγκλήματα καταγράφονται διάσπαρτα καθ’ άπασαν την επικράτεια, με διαφοροποίηση όχι τόσο ως προς το αποτέλεσμα όσο ως προς τα κίνητρα.
Διαβάζω αυτές τις μέρες για δολοφονίες που μπορούν άνετα να γίνουν σενάριο -συνηθισμένης- αστυνομικής ταινίας. Και στη μεν Αθήνα είναι κοινή η διαπίστωση ότι οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι ανάμεσα σε συμμορίες που αλληλοσκοτώνονται με καλάσνικοφ για το ποια ελέγχει τι: λαθρεμπόριο τσιγάρων ή καυσίμων;
Το γράφω γιατί στις πρόσφατες δολοφονίες η Αστυνομία επισημαίνει πως όλες έχουν να κάνουν με ξεκαθάρισμα λογαριασμών σε πρατήρια βενζίνης. Τα θύματα εκτελούνται -γιατί περί εκτέλεσης πρόκειται- από επαγγελματίες του είδους, και μάλιστα εισαγόμενους.
Αν δεν έχουμε ανάγνωσμα υπόθεσης με τίτλο «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών», τότε έχουμε γυναικοκτονίες, που όμως η Πολιτεία δεν θέλει να τις λέμε έτσι. Λες κι αν δεν τις πούμε έτσι, θα είμαστε πιο… ασφαλείς, γιατί θα μπουν κάτω από τον τίτλο «κοινό έγκλημα» που όλα τα σκεπάζει. Οπου ο σύζυγος, ο σύντροφος και πάντως κάποιος «ματσό» άνδρας δολοφονεί μία γυναίκα καταρχήν επειδή είναι γυναίκα. Δεν της επιτρέπεται να τον αφήσει, να τον χωρίσει, να αλλάξει γνώμη, αλλά υποχρεούται να ζει υπό καθεστώς επιτροπείας και ελέγχου.
Με αυτά και με εκείνα, εντός ολίγου τα μαλλιά του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη θα γίνουν ως βαμβάκι, διαπιστώνοντας ότι η εγκληματικότητα τραβάει την ανηφόρα και ο πολίτης νιώθει ακριβώς αυτό που μου είπε χθες φίλη συνάδελφος που κάνει χρόνια αστυνομικό ρεπορτάζ: «Μήπως και ξέρεις από πού θα σου ’ρθει;»
Ως το 2021 δεν θυμάμαι στις έρευνες γνώμης το ζήτημα της ασφάλειας να βρισκόταν ψηλά. Ομως, σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις οι πολίτες δηλώνουν το φόβο τους. Αυτό το αίσθημα ανασφάλειας δεν πρέπει να εγκατασταθεί στην αντίληψη των πολιτών, αλλά ούτε και η κυβέρνηση να επιτρέψει τη μακροημέρευσή του. Οχι γιατί έρχονται οι ευρωεκλογές, αλλά γιατί δεν γίνεται η πραγματικότητα να ανταγωνίζεται το… Netflix.