Οχι, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεσε σε άσχημη συγκυρία όταν έγινε πρωθυπουργός, αντιθέτως αυτός ήταν που επέσπευσε τις πολιτικές εξελίξεις προκαλώντας πρόωρες κάλπες τον Δεκέμβριο του 2014, αντί να αφήσει την κυβέρνηση Σαμαρά να ολοκληρώσει τη θητεία της και να πάει στις προγραμματισμένες εκλογές του 2016. Η αδημονία του για την εξουσία και η αγωνία του μήπως χάσει το «μομέντουμ» για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η οικονομία από το 2014 αναπτυσσόταν και η Ελλάδα σταδιακά έβγαινε από τη μέγγενη των Μνημονίων, οδήγησε τον Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου, απροετοίμαστο και ικανό για τα χειρότερα, όπως αυτά που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2015.
Επί των ημερών του, η κρίση ήταν εγχώρια, οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης κάλπαζαν αναπτυξιακά και οι Ευρωπαίοι απορούσαν με την αυτοκτονική τάση της Ελλάδας να μπει στην περιπέτεια της πτώχευσης με την «περήφανη διαπραγμάτευση» και τους πολίτες της να πληρώνουν έναν νέο, βαρύ λογαριασμό, αυτόν του τυχοδιωκτισμού και της αυταπάτης. Στην υπόλοιπη Ευρώπη έβρεχε χρήμα χάρη στα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, αλλά στην Ελλάδα κρατούσαμε ομπρέλα, καθώς οι τράπεζες ήταν κλειστές και η Ελλάδα αποτελούσε τη θλιβερή εξαίρεση των ευνοϊκών ρυθμίσεων της Ευρώπης.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Επί Μητσοτάκη, οι κρίσεις είχαν εισαγόμενα αίτια ή παγκόσμιες διαστάσεις, όπως συνέβη με την πανδημία ή τώρα με τον ενεργειακό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Δύσης. Ταυτόχρονα, όμως, η κυβέρνηση αντιμετώπισε το μεταναστευτικό ζήτημα με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την περίοδο Τσίπρα, όταν η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε διεθνή κόμβο των παγκόσμιων προσφυγικών ροών. Κανείς δεν θέλει να σκέφτεται τι θα συνέβαινε εάν τον Μάρτιο του 2020 ήταν στα πράγματα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και χιλιάδες μετανάστες εισέρρεαν στα σύνορα του Εβρου.
Στο θέμα της οικονομίας, κανείς δεν χάρισε 50 δισεκατομμύρια ευρώ στον Μητσοτάκη για να τα «μοιράσει» κατά το δοκούν. Η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε, κατόπιν διαπραγματεύσεων, το μεγαλύτερο μερίδιο επιχορηγήσεων, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιπλέον, η κυβέρνηση υιοθέτησε οικονομική πολιτική μείωσης φόρων και προσέλκυσης επενδύσεων, και τα αποτελέσματα είναι ορατά. Η χώρα μας μέσα σε 18 μήνες πέτυχε σωρευτική ανάπτυξη άνω του 17%, που σε απόλυτα μεγέθη είναι περίπου 40 δισεκατομμύρια, ο Μητσοτάκης δημιούργησε εισοδήματα για να τα μοιράσει. Θα μπορούσε, άραγε, ο Τσίπρας να προσελκύσει μεγάλους επενδυτές όπως η Google, η Microsoft και η Apple για να τοποθετήσουν κεφάλαια στη χώρα μας; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε από την περίφημη συνέντευξη που είχε δώσει στον Μπιλ Κλίντον, παρουσία ισχυρών Αμερικανών επενδυτών, όταν είχε προκαλέσει τη θυμηδία του ακροατηρίου του από την αδυναμία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας συζήτησης στα αγγλικά. Αλλά και η κυβέρνησή του δεν είχε διακριθεί στην προσέλκυση επενδύσεων, αντιθέτως, οι υπουργοί του φρόντιζαν να επινοούν προβλήματα σε κάθε λύση και να μπλοκάρουν σχέδια διά ασήμαντον αφορμή.
Για αυτό και το παράπονο του Τσίπρα δεν έχει βάση. Σε κανέναν πρωθυπουργό δεν χαρίζεται τίποτα, όλα είναι αποτέλεσμα δουλειάς και προγράμματος, και σε αυτούς τους τομείς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. είχε επιδόσεις κάτω από τη βάση.