ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΓΚΑΛΟΥΣΑΝ την υπουργό Πολιτισμού και τον πρωθυπουργό ότι «γνώριζαν» για την υπόθεση Λιγνάδη πριν ακόμα αυτή αποκαλυφθεί, σήμερα δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία για την περίπτωση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο η Κουμουνδούρου παραδέχθηκε ότι είχε ενημερωθεί πριν από έναν χρόνο ο Αλ. Τσίπρας, ο οποίος ζήτησε από τα στελέχη του να το ψάξουν, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Με τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ ο αρχηγός του έχει την πολιτική ευθύνη για τη συγκάλυψη του θέματος, εφόσον επιβεβαιωθούν οι κατηγορίες, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πρόκειται για ευρωβουλευτή του κόμματος και όχι για έναν διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ, ωστόσο, ότι η αξιωματική αντιπολίτευση χρησιμοποιεί άλλα μέτρα και άλλα σταθμά όταν πρόκειται για τα δικά της στελέχη και αυτά άλλων κομμάτων, κρίνοντας αλλιώς τις αποφάσεις της (βελγικής εν προκειμένω) Δικαιοσύνης, που έκανε πολύ καλά τη δουλειά της στην περίπτωση Καϊλή, η οποία ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, αλλά είναι περίεργη η χρονική συγκυρία που κίνησε την υπόθεση Γεωργούλη, ο οποίος ανήκει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ, ΜΑΛΙΣΤΑ, από τους ιδιότυπους δικαιωματιστές έφθασαν στο σημείο να επιρρίψουν ευθύνες στην καταγγέλλουσα, η οποία είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, και επιπλέον να επικρίνουν την ηγεσία του κόμματός της ότι στρέφεται κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως και άλλη μία παράμετρος που προκαλεί κακή εντύπωση. Είναι το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι και από τον χώρο του θεάτρου, μεταξύ των οποίων πολλές γυναίκες, έχουν ταχθεί υπέρ του φερόμενου ως θύτη και κατά της καταγγέλλουσας, την οποία άλλωστε δεν γνωρίζουν. Δεν συνέβη, βεβαίως, το ίδιο όταν άλλοι συνάδελφοί τους (βλ. Φιλιππίδης κ.λπ.) κατηγορήθηκαν και στη συνέχεια καταδικάστηκαν από το δικαστήριο.
ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ότι πολλοί είναι αυτοί που κρίνουν με βάση την κομματική ταυτότητα. Αν όμως στον χώρο του δικαιωματισμού και της επικοινωνιακής διαχείρισης τέτοιων θεμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως επικρατεί, το βέβαιο είναι ότι το υποτιθέμενο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς δεν υφίσταται, παρά μόνο ως ένα (μαθηματικό) αξίωμα που δεν χρειάζεται απόδειξη, για να δημιουργούν σύμπλεγμα ενοχών σε όσους από την Κεντροδεξιά μπορεί να είχαν πιστέψει ότι υπάρχει.