«ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΜΕ στην Αμερική, περάσαμε από την είσοδο της Νέας Υόρκης. Δεν φτάσαμε εκεί μέσω θαλάσσης, αλλά με απευθείας πτήση της United Airlines από τη Ρώμη. Και για να δούμε το Αγαλμα της Ελευθερίας επιβιβαστήκαμε στο μικρό φέρι για το Staten Island, αυτό που παίρνουν οι τουρίστες». Πρόκειται για δημόσιο δωρεάν μέσο, καθώς το χρησιμοποιούν για να πάνε στις δουλειές τους άνθρωποι που ζουν στο Μανχάταν. Οπως κάθε καλός συγγραφέας, ο Μπαγιάνι βλέπει τα πάντα μέσα από τους ανθρώπους. Οι τουρίστες παίζουν με τα κινητά τους και στέκονται όλοι μαζί, απολαμβάνοντας τη θέα με τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Οι απλοί εργαζόμενοι κάθονται στις θέσεις τους και το βλέμμα τους είναι καρφωμένο στο κενό ανάμεσα στα παπούτσια τους. Οι τουρίστες συνεχίζουν την πανηγυρική τους περιοδεία, οι εργαζόμενοι βγαίνουν, πάνε στις δουλειές ή στα σπίτια τους εξουθενωμένοι, να φάνε με τις οικογένειές τους και να κοιμηθούν. Την επόμενη ημέρα, ξημερώματα και πάλι, θα κάνουν την ίδια διαδρομή κοιτάζοντας το ίδιο κενό ανάμεσα στα πόδια τους, περιμένοντάς τα να πρηστούν από την ορθοστασία.
Μένει ώσπου να φύγει…
ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, με τα εξουθενωμένα πόδια μπροστά στους εκστασιασμένους τουρίστες, που περιγράφει ο Μπαγιάνι, ήταν αυτοί που ψήφισαν τον Τραμπ. Και επειδή δεν είχαν γίνει ακόμα οι εκλογές, κατέληγε στο άρθρο του: «Ακόμα και αν η Κάμαλα βρεθεί στον Λευκό Οίκο, όπως ελπίζω, ο Τραμπ θα έχει κερδίσει». Ο ακραίος λαϊκιστής που υπόσχεται καλύτερη ζωή σε όσους την έχουν ανάγκη, ο ταλαντούχος δημαγωγός, ο χειμαρρώδης θεατρίνος που μετατρέπεται σε στοργική πατρική φιγούρα, ο καταφερτζής που πετυχαίνει τα πάντα. Ακόμα και να λιώνει κάτω από τα δικά του πόδια -που δεν είναι καθόλου εξουθενωμένα όπως των ψηφοφόρων του- την ατομική ευθύνη του καθενός μπροστά στις κάλπες. Ετσι γινόταν πάντα και έτσι γίνεται. Δεν είναι ο Τραμπ το πρόβλημα, η εποχή που τον ξέρασε είναι…