Είναι βιαστικό, λαϊκίστικο και πολιτικά ανώριμο να αντικαθιστά κάποιος τα συμπεράσματα των επιστημονικών εργαλείων της Ιστορίας με τις ανεπαρκείς ετυμηγορίες των πρωτοσέλιδων και των πολιτικών στρατηγικών μιας συγκεκριμένης εποχής. Ο θάνατος του Κ. Σημίτη δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτήν τη διαδικασία αντιπαραθέσεων και σκληρών αντεγκλήσεων παρά το ομόθυμο θετικό για το έργο του κατευόδιο όλων των κομμάτων.
Για όλα φταίει το… μολύβι
Η μεγάλη εικόνα επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, και σε αυτό που διαμόρφωσε τον πολιτικό χαρακτήρα του εκλιπόντος. Το γράφει ο ίδιος σε ένα από τα βιβλία του, το πολυσέλιδο «Δρόμοι ζωής» (εκδ. Πόλις, 2015): «Η εικόνα της Ελλάδας και του πολιτισμού της, που αποκόμισα από το σχολείο, ήταν μια εικόνα αρχαιολατρίας, εθνικισμού, θρησκοληψίας και φόβου απέναντι στο ξένο, στο διαφορετικό, στο καινούργιο. Τα ενδιαφέροντα τα έβρισκες εκτός σχολείου. […] Ημουν, χωρίς πολλές αναλύσεις, πεπεισμένος ότι η ελληνική εσωστρέφεια, η κομμουνιστοφοβία, ο μικρόκοσμος της ελληνικής πελατειακής πολιτικής αποτελούσαν βαρίδια για τη χώρα, την εμπόδιζαν να προσαρμοστεί, να αποκτήσει δύναμη, να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν».
Του ίδιου δεν του άρεσε να λέει πολλά ούτε και οι ρητορικές του επιδόσεις ήταν το δυνατό του σημείο. Ούτε και η ανοχή του στη σάτιρα. Σε αντίθεση με την επιμονή του σε ζωτικά χαρακτηριστικά του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων. Γράφτηκαν πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα για συγκεκριμένες διαδικασίες που στιγμάτισαν την πολιτική του διαδρομή. Σε κάθε περίπτωση, ο Κ. Σημίτης είναι από τους λίγους, δικαίως ή αδίκως, που εφάρμοσαν μία από τις βασικές αρχές της πολιτικής διαδρομής όπως την είχε εκφράσει ο Τσόρτσιλ: «Ποτέ δεν θα φτάσεις στον προορισμό σου αν σταματάς να ρίχνεις πέτρες σε κάθε σκυλί που σου γαβγίζει…».