Το σοκ που ήθελε να προκαλέσει ο Μακρόν με την προκήρυξη εκλογών, μετά το στραπάτσο των ευρωεκλογών, του γύρισε μπούμερανγκ. Οσο για το πολιτικό τείχος που προσπάθησαν να υψώσουν οι υποψήφιοι των δημοκρατικών κομμάτων με τη μεγαλόθυμη απόσυρσή τους, για να χτυπήσουν τους υποψηφίους του Εθνικού Συναγερμού, είναι μια εξαιρετική, σχεδόν συγκινητική πρόβλεψη του γαλλικού εκλογικού νόμου. Ομως, όταν το σύστημα καταφεύγει στην αξιοποίηση τέτοιων εργαλείων, δείχνει πως βρίσκεται σε απελπισία.
Η νοητή γραμμή που συνδέει τα «Κίτρινα Γιλέκα» με την άνοδο της Μαρίν Λεπέν είναι η συνθλιπτική καθημερινότητα. Η ακρίβεια, οι χαμηλοί μισθοί, η εκτίναξη της τιμής των καυσίμων, τα ενοίκια, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Είναι όλοι αυτοί που μένουν πίσω όταν οι μεταρρυθμίσεις καλπάζουν. Αυτό, βεβαίως, δεν δικαιολογεί την ψήφο σε ένα ακροδεξιό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό κόμμα, όμως εξηγεί αρκετά πειστικά το «γιατί». Η Γαλλία του Μακρόν απέτυχε να υψώσει ασπίδα ανάμεσα στην ενεργειακή κρίση και τους πολίτες, κάτι που κάνει ακόμα και την πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση να φαίνεται ανούσια και, στο τέλος της ημέρας, αδιάφορη.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Να, λοιπόν, τι πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν οι ηγέτες των φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών, κεντρώων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης. Διότι αυτό που έπαθε χθες ο Μακρόν, θα το πάθουν οι άλλοι αύριο. Τόσο απλό και συνάμα τόσο νομοτελειακό, αν δεν αντιληφθούν πως η αγορά των χρηματιστηρίων και των πολυεθνικών μπορεί να καταρρεύσει από μια λαϊκή αγορά σε μια μεσοαστική συνοικία μιας ευρωπαϊκής μεγαλούπολης. Δεν πρόκειται για λαϊκισμό, αλλά για διαπίστωση.
Εξίσου ορατό -αν και όχι με γυμνό μάτι, εξ ου και χρειάζεται πολιτική διορατικότητα- είναι το γεγονός ότι η διέξοδος δεν βρίσκεται στις εθνικιστικές κορόνες των γιαλαντζί πατριωτών. Οποιοι προσπάθησαν να μιμηθούν το τέρας, κατάντησαν κακέκτυπο, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον ορίτζιναλ σκοταδισμό. Το κοινωνικό κράτος και η οικονομική δικαιοσύνη δεν διασταυρώνονται πουθενά με την αντιμεταναστευτική ρητορική και την εθνική «καθαρότητα» της Λεπέν, του Ορμπαν, του Τραμπ και των ομοίων τους. Σκοντάφτουν, όμως, σε μια πολιτική ελίτ που μπερδεύει το ψωμί με το παντεσπάνι.
Και τώρα η ώρα του μεγάλου ερωτήματος που επαναλαμβάνεται σχεδόν σαν προσευχή στους διαδρόμους των Βρυξελλών και των κυβερνείων ανά την Ευρώπη: Θα μπορούσε η Λεπέν να εξελιχθεί σε Μελόνι; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η Μελόνι ποτέ δεν άλλαξε, απλά είναι αρκετά έξυπνη ώστε να αλλάξει τη δημόσια εικόνα της.
Μια δεύτερη απάντηση είναι ότι η Λεπέν δεν μπορεί, ακόμα και αν θελήσει, να απαγκιστρωθεί από τη Ρωσία του Πούτιν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στήριξη της Γαλλίας στην Ουκρανία. Μια τρίτη απάντηση είναι ότι ασφαλώς και οι δυο γυναίκες χαμογελούν πλατιά στις κάμερες. Για να δείξουν ότι έχουν δόντια.