Η φετινή ΔΕΘ έχει μία ιδιαιτερότητα καθώς είναι η τελευταία προ των εκλογών του 2023, επομένως ο κ. Μητσοτάκης θα αναπτύξει πτυχές του οικονομικού προγράμματος αλλά λογικά θα κρατήσει «πυρομαχικά εξαγγελιών» για την προεκλογική περίοδο.
Το βέβαιο είναι ότι οι εξαγγελίες θα γίνουν σε ένα θετικό πλαίσιο για την οικονομία, στις αρχές Σεπτεμβρίου θα γίνουν γνωστές από τη Στατιστική Αρχή οι πρώτες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη του δεύτερου τριμήνου του έτους, ενώ ο τουρισμός έχει απογειωθεί πάνω από τα επίπεδα του 2019. Ο στόχος για ανάπτυξη 3,1% φέτος έχει υπερκαλυφθεί από τα δεδομένα του πρώτου τριμήνου, όπου καταγράφηκε άνοδος του ΑΕΠ κατά 7%, και από τη σημαντική αύξηση της δραστηριότητας τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, οι αβεβαιότητες είναι πολλές και οι δυσκολίες μεγάλες, όπως προκύπτει από το υψηλό κόστος της ενεργειακής κρίσης και την απροθυμία των ισχυρών της ευρωζώνης, Γερμανίας και δορυφόρων δηλαδή, να αναληφθεί κοινή πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του λογαριασμού που αφήνει στην Ε.Ε. ο υβριδικός πόλεμος του Πούτιν κατά της Δύσης.
H «κομμουνιστική απειλή» στις ΗΠΑ
Επομένως, ένας βασικός άξονας της ομιλίας του πρωθυπουργού θα είναι η διαρκής στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προκειμένου να μετριασθούν οι υπέρμετρες δαπάνες σε ηλεκτρικό ρεύμα. Η στήριξη δεν είναι δωρεάν, το κράτος θα υποχρεωθεί να δανεισθεί για να τα βγάλει πέρα, όμως εάν δεν συνεχισθεί, τότε η οικονομία θα εισέλθει σε φάση βαθιάς ύφεσης, οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί θα μπουν στο «κόκκινο» και ο λαϊκισμός θα βρει έδαφος για να διαβρώσει την κοινωνική συνοχή.
Ο Μητσοτάκης έχει πολιτικό αισθητήριο, γνωρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να γυρίσει σελίδα και για το λόγο αυτό αποφάσισε να προχωρήσει τα μέτρα για την ενέργεια χωρίς να ληφθεί ευρωπαϊκή απόφαση ελπίζοντας ότι αυτό θα συμβεί εντός του Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα όμως διαπιστώνει τη δυναμική της οικονομίας, την πρόθεση μεγάλων ομίλων να επενδύσουν στη χώρα μας και ταυτόχρονα τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χάρη και στα γενναιόδωρα μέτρα στήριξης εν μέσω πανδημίας, που συνθέτουν ένα ισχυρό αναπτυξιακό πλαίσιο.
Το επόμενο βήμα για την ενίσχυση των δυνάμεων της δημιουργίας είναι η μείωση των έμμεσων φόρων, η Ελλάδα πρέπει να γίνει ανταγωνιστικότερη για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και φθηνότερη για τους κατοίκους της. Η κυβέρνηση Τσίπρα ανέβασε στα ύψη όλους τους έμμεσους φόρους διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς είναι η κατηγορία επιβαρύνσεων που χτυπά περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους. Ο ΦΠΑ αυξήθηκε στο 24%, τα τρόφιμα για μία περίοδο 4 ετών επιβαρύνονταν επίσης με υψηλό συντελεστή ΦΠΑ, οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στα καύσιμα ανέβηκαν στο ανώτατο όριο που επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση, γενικώς οι φόροι σε κατανάλωση έφτασαν στα ύψη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πρώτη θητεία της μείωσε σημαντικά τη φορολογία των επιχειρήσεων για να τονωθεί η δραστηριότητά τους, όπως επίσης τους φόρους ακινήτων μέσω του ΕΝΦΙΑ και τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, ώστε να ζωντανέψει η αγορά εργασίας και να μειωθεί η αδήλωτη απασχόληση.
Τώρα είναι η ώρα της έμμεσης φορολογίας. Εχουμε από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη και ταυτόχρονα είμαστε πρωταθλητές στις απώλειες εσόδων του ΦΠΑ μαζί με τη Ρουμανία. Πάντα η μεγάλη φορολογία λειτουργεί ως πειρασμός για φοροδιαφυγή. Εχουμε υψηλούς φόρους κατανάλωσης και ταυτόχρονα λαθρεμπόριο μεγάλης κλίμακας σε καύσιμα. Η αποκλιμάκωση των επιβαρύνσεων πρέπει να σχεδιασθεί για την επόμενη τετραετία, με σταθερά βήματα και με παράλληλα μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.