Το στρατηγικό λάθος και των δύο είναι ότι πολιτικοποίησαν την τραγωδία των Τεμπών εκτός των ορίων που επιτρέπει η ίδια η πολιτικοποίηση και πέρασαν την ηθική γραμμή που θέτει η τραγωδία από μόνη της. Εν ολίγοις, άπλωσε ο καθένας τους δικούς του «αγανακτισμένους» και άρχισαν να τους μετρούν με σκοπό να τους μετατρέψουν σε κέρδος. Η διορθωτική προσπάθεια του Ν. Ανδρουλάκη, μετά την αποκάλυψη και των νέων βίντεο, τον εξέθεσε.
Η στρατηγική που επέλεξε να υιοθετήσει, βάσει της λογικής «συγκάλυψης» εις βάρος του Κυρ. Μητσοτάκη, είχε ως παρονομαστή την υποβάθμιση του ρόλου της Δικαιοσύνης. Την ίδια ακολούθησε και σε καθετί που έβγαινε στη δημοσιότητα και εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό. Καταγγελτικός λόγος με απόδοση ευθυνών στην κυβέρνηση πριν καν ελεγχθεί η αξιοπιστία των «αποκαλύψεων». Μετά τα τρία νέα βίντεο ο ίδιος έκανε πίσω και εξέφρασε, αργοπορημένα, την εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη. Αν το είχε κάνει από την αρχή θα είχε επιδείξει πολιτικό και ηθικό ανάστημα ανάλογο των συνθηκών. Οι οποίες επιβάλλουν σοβαρότητα, ρεαλισμό και σεβασμό στον ανθρώπινο πόνο. Είναι περισσότερο από αυτονόητο.
Αυτό που ενδιέφερε ήταν η αντιγραφή των αποτυχημένων μεθόδων του ΣΥΡΙΖΑ που επεδίωκαν το γρήγορο και ανεύθυνο πολιτικό όφελος στον δρόμο προς την εξουσία. Η επόμενη απόδειξη ανεύθυνης αντιπολίτευσης ήταν η κόντρα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για το αν θα έπρεπε να κατατεθεί πρόταση για Εξεταστική ή πρόταση δυσπιστίας. Μια σοβαρή και υπεύθυνη στάση στο θέμα μόνο καλό θα έκανε. Αν, για παράδειγμα, αντί για την κυριότητα της αγανάκτησης διαγκωνίζονταν για να ανοίξει ένας στιβαρός διάλογος που θα οδηγούσε σε ισχυρές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ασφάλειας στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Με όποιο κόστος…