Οι έλεγχοι διενεργούνται από σχεδόν 1.200 μηχανικούς του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σε συνεννόηση με τον ΟΑΣΠ, οι οποίοι τρέχουν με γοργούς ρυθμούς τις αυτοψίες συγκεκριμένα σε κτίρια που στεγάζονται δημόσιες και ιδιωτικές εκπαιδευτικές μονάδες, αλλά και νοσοκομεία/κέντρα υγείας, υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και άλλες δημόσιες επιτελικές υπηρεσίες.
Οπως εξήγησε στον Ελεύθερο Τύπο ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας, «περί τους 1.200 είναι οι μηχανικοί που έχουν επιλεγεί από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας και έχουν πάρει την σχετική πιστοποίηση και αυτήν τη στιγμή έχουν ελεγχθεί πάνω από 17.000 κτίρια, εκ των οποίων οι 14.000 είναι σχολεία και τα υπόλοιπα είναι νοσοκομεία, αστυνομικοί σταθμοί κ.τ.λ. – κτίρια δηλαδή κρισίμων υπηρεσιών».
Σε σχέση με τα αποτελέσματα των προσεισμικών ελέγχων, η εικόνα είναι αρκετά ικανοποιητική στο μεγαλύτερο βαθμό εκτός από περίπου ένα 2% που έχει κάποιο θέμα. Σαν διαδικασία, όπως διευκρίνισε ο κ. Λέκκας, όταν εντοπίζονται από τους μηχανικούς προβλήματα, ο ΟΑΣΠ κοινοποιεί στον φορέα που έχει στην ιδιοκτησία του το κτίριο ή στον δήμο και από εκεί και πέρα ο κύριος των κτιρίων είναι υπεύθυνος να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες αποκατάστασης.
Ερωτηθείς για τη Σαντορίνη που το προηγούμενο διάστημα είχε έντονη σεισμική δραστηριότητα, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ επεσήμανε ότι «στο νησί είχε ήδη τελειώσει ο προσεισμικός έλεγχος και τα αποτελέσματά του επιβεβαιώθηκαν από τον μετασεισμικό έλεγχο, δηλαδή ό,τι είχε προβλεφθεί, και οι εκτιμήσεις που είχαν γίνει από τον προσεισμικό έλεγχο, ότι τα κτίρια δεν είχαν πρόβλημα, φάνηκε στο ότι είχαμε να κάνουμε με μηδενικές ζημιές. Δεν είχαμε σε κανένα κτίριο ζημιές οι οποίες να οφείλονται στους σεισμούς», τόνισε χαρακτηριστικά.
Αφού ολοκληρωθεί ο προσεισμικός έλεγχος, θα ακολουθήσουν παρεμβάσεις ανάλογα με τα αποτελέσματα που θα προκύψουν, αν θα συνεχίσουν δηλαδή να λειτουργούν ή αν μπορούν να επισκευαστούν και να γίνει προγραμματισμός, ούτως ώστε στα κτίρια που θα έχουν πρόβλημα να διορθωθούν ή να αντικατασταθούν.
Ειδικότερα, σκοπός του προγράμματος που γίνεται για πρώτη φορά στη χώρα είναι να εντοπιστούν τα κτίρια που παρουσιάζουν δομικά προβλήματα, όπως ρηγματώσεις σε φέροντα και μη φέροντα στοιχεία, εκτεθειμένος ή διαβρωμένος οπλισμός λόγω ελλιπούς συντήρησης, κακοτεχνίες, καθιζήσεις κ.τ.λ. και για τα οποία θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα.
Ακολούθως, να καταγραφούν τα κτίρια της χώρας στα οποία στεγάζονται κρίσιμες εν γένει υποδομές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και έπειτα να βαθμονομηθούν τα κτίρια αυτά ως προς τη σεισμική τους διακινδύνευση σύμφωνα με τη μεθοδολογία του ΟΑΣΠ και ανάλογα με την κατάταξή τους να ακολουθήσει δευτεροβάθμιος προσεισμικός έλεγχος, εφόσον κριθεί απαραίτητο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός θεσπίστηκε το 1959, αναθεωρήθηκε το 1984 και η ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κωδίκων και των σύγχρονων κανόνων έγινε το 2000 με εφαρμογή από το 2001. Οσο για την κατάσταση των κτιρίων της χώρας:
-Εως το 1960 είχαν ανεγερθεί 1,5 εκατ. κτίρια, δηλαδή το 25% του συνολικού αποθέματος.
-Από το 1960 έως το 1985 είχαν ανεγερθεί 1.746.000 κτίρια ή το 42,5%.
-Από το 1986 έως το 2000 είχαν κατασκευαστεί 831.000 κτίρια που αντιστοιχούν στο 20% του αποθέματος και
-Από το 2001 έως το 2011 είχαν κατασκευαστεί 476.000 κτίρια που αντιστοιχούν στο 11,6% του κτιριακού αποθέματος της χώρας.
Καμία ουσιαστική αξιολόγηση μέχρι σήμερα
Στην πραγματικότητα, στη χώρα δεν είχε γίνει ουσιαστικός προσεισμικός έλεγχος. Μέχρι πρότινος, είχε γίνει έλεγχος σε όλες τις σχολικές μονάδες που κατασκευάστηκαν πριν το 1953 σε σεισμικές περιοχές ζώνης 3, όπως Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο, Λευκάδα, Αιτωλοακαρνανία κ.α., καθώς και σε σχολεία που κατασκευάστηκαν πριν το 1985 σε Σάμο, Λέσβο, Χίο.
Αντίθετα, 4.200 σχολικές μονάδες, οι οποίες αντιστοιχούν σε 9.000 κτίρια και έχουν κατασκευαστεί το διάστημα 1960- 1985, δεν έχουν ελεγχθεί. Το 28% των σχολείων έχει κατασκευαστεί πριν το 1959, το 33% έχει κατασκευαστεί μεταξύ 1955-1984, το 19% έχει κατασκευαστεί μεταξύ 1985-1994, το 12% έχει κατασκευαστεί μεταξύ 1995-2000, το 6% μετά το 2000 ενώ για το 2% είναι άγνωστο πότε ανεγέρθηκαν.
Σε σχέση με τα νοσηλευτήρια, το 20% κατασκευάστηκε πριν το 1959, το 47% μεταξύ 1959-1984, το 21% μεταξύ 1985- 1994, το 6% μεταξύ 1995-2000, το 5% μετά το 2000, ενώ για το 1% είναι άγνωστο πότε κατασκευάστηκαν.