Η υποψηφιότητα του εκλεγμένου και φυλακισμένου ακόμα δημάρχου Χειμάρρας είναι μια κίνηση υψηλού διπλωματικού ρίσκου και βαθιάς πολιτικής σημασίας. Τα υπέρ και τα κατά της συμμετοχής του στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας σταθμίστηκαν προσεκτικά από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος είχε και τον τελευταίο λόγο. Πολλοί προέκριναν επιχειρήματα εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, όπως ότι το πρόσωπο και η ιστορία του Φρέντι Μπελέρη θα συσπειρώσουν το πιο δεξιό, παραδοσιακό ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας, ενώ άλλοι προέκριναν τον προβληματισμό ότι η συμμετοχή του μπορεί να μετατρέψει ένα ευρωπαϊκό ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διμερές θέμα. Η πραγματικότητα ξεπερνά και τους μεν και τους δε, διότι πλέον υπάρχουν τα δεδομένα που δημιούργησε η απόφαση Μητσοτάκη. Δεδομένα που το καθεστώς Ράμα δεν μπορεί να αγνοήσει.
«Η μάχη που δίνω δεν είναι προσωπική. Είναι μάχη για το κράτος δικαίου και τη Δημοκρατία, οι κανόνες των οποίων πρέπει να γίνονται σεβαστοί από όλους. Είναι μάχη για τις αξίες που πρεσβεύουν η Δύση και η Ευρώπη και οι οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστές από όσους θέλουν να ενταχθούν στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», ήταν το μήνυμα του ίδιου του Μπελέρη με αποδέκτες στην Ελλάδα, στην Αλβανία και την Ευρώπη.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Η βέβαιη εκλογή του Βορειοηπειρώτη πολιτικού που γεννήθηκε στη Χειμάρρα, σπούδασε και εργάστηκε στην Ελλάδα και επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο του, για να αγωνιστεί για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, θα είναι η πιο ζωντανή, ηχηρή υπενθύμιση των ευρωπαϊκών αξιών και του κράτους δικαίου. Είτε με την εκκωφαντική απουσία του από τα ευρωπαϊκά έδρανα έως τις 12 Σεπτεμβρίου είτε με την ηχηρή παρουσία του από την αποφυλάκισή του και μετά, ο Μπελέρης θα υπενθυμίζει ότι για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας θα πρέπει πρώτα η Αλβανία να γίνει Ευρώπη.
Οταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του σχετικά με την έκθεση του 2022 για την Αλβανία σημείωνε πως το θέμα Μπελέρη «συνδέεται με τον συνολικό σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την εκκρεμότητα με τις περιουσίες μελών της ελληνικής εθνικής μειονότητας στον δημοτικό χώρο και τις κατηγορίες των καταπατήσεων εις βάρος του κράτους», ουσιαστικά περιέγραφε την καρδιά του προβλήματος και την ευρωπαϊκή διάσταση του θέματος.
Στο διάστημα που προηγήθηκε έγιναν πολλές προσπάθειες και δόθηκαν ισάριθμες ευκαιρίες στην κυβέρνηση Ράμα να ακολουθήσει τον δρόμο της διαφάνειας και της διεθνούς νομιμότητας. Δεν τις αξιοποίησε και όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, «έμπλεξαν οι Αλβανοί πολύ άσχημα με αυτό το θέμα και δεν θα ξεμπλέξουν αν δεν το λύσουν». Σε τέτοιες περιπτώσεις, λοιπόν, ακολουθείς το μάθημα του γόρδιου δεσμού. Αφού δεν λύνεται, κόβεται.