Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια «βόμβα» που δεν εξουδετερώνεται με μαγικό ραβδί, ούτε με θεωρίες. Εξηγήσεις του στιλ «δεν κάνουμε παιδιά επειδή είμαστε καλομαθημένοι και επειδή απομακρυνθήκαμε από τις πατροπαράδοτες αξίες» είναι ανεδαφικές, αστείες και εν δυνάμει επικίνδυνες, αφού μας απομακρύνουν από την ουσία του προβλήματος, που είναι κατά κύριο λόγο οικονομική. Η αντιμετώπιση του δημογραφικού απαιτεί πολυεπίπεδα μέτρα, τα οποία θα ενισχύσουν την καλή αρχή που έχει γίνει με δράσεις όπως το επίδομα των 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται ή με την επέκταση του ωραρίου στο ολοήμερο σχολείο. Ομως, δεν φτάνουν αυτά.
Η Αράχωβα μας έδειξε τον δρόμο: Τι πρέπει να μάθουμε για τις χειμερινές μετακινήσεις
Ενα από τα «κλειδιά» που «κλειδώνει» ή «ξεκλειδώνει» τη μείωση του πληθυσμού βρίσκεται στις νέες ηλικίες. Οι νέοι άνθρωποι είναι εκείνοι που αντιμετωπίζουν τις περισσότερες δυσκολίες, αφού η βαριά κληρονομιά που τους κληροδότησαν τα Μνημόνια και οι αλλεπάλληλες κρίσεις είναι οι χαμηλοί μισθοί. Μισθοί με τους οποίους δεν εξασφαλίζεται ούτε καν η ανεξάρτητη διαβίωσή τους μακριά από το πατρικό, πόσω μάλλον να κάνουν και δική τους οικογένεια. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις και έρευνες, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον συγγενικό και φιλικό μας περίγυρο. Πόσοι νέοι άνθρωποι μένουν μέχρι τα 30 ή και τα 35 στην οικογενειακή εστία επειδή δεν μπορούν να αντέξουν το ενοίκιο; Πόσα νέα ζευγάρια επιλέγουν να μείνουν κοντά στους παππούδες για να έχουν κάποιους να φροντίζουν τα παιδιά τους; Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί κοινό πρόβλημα σε όλη την Ευρώπη.
Πριν μερικές εβδομάδες, έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έδειξε ότι οι νέοι ήταν ανάμεσα στις ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από την απώλεια θέσεων εργασίας κατά την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία. Επιπλέον, η ανάκαμψη ήταν πιο αργή για αυτούς απ’ ό,τι για τις άλλες ηλικιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους νέους που εργάζονται, σχεδόν 1 στους 2 (45,9%) απασχολείτο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τη στιγμή που το αντίστοιχο μερίδιο για το σύνολο των εργαζομένων είναι 1 στους 10 (10,2%). Επίσης, τα νοικοκυριά με επικεφαλής νέους εμφάνιζαν μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας, ενώ 6 στους 10 νέους ανησυχούσαν για το αν θα μπορέσουν να βρουν ή να διατηρήσουν κατάλληλη στέγαση κατά την επόμενη δεκαετία. Δραματικά είναι και τα στοιχεία όσον αφορά στον παράγοντα του φύλου, αφού όταν ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους οι νέες γυναίκες στην Ε.Ε. κερδίζουν κατά μέσο όρο 7,2% λιγότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, δεν είναι μεγάλα λόγια, αλλά συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση της ανεργίας στους νέους, την αύξηση των πρώτων μισθών και την υποστήριξη της γυναικείας απασχόλησης