Κόρη του Μαρίνου Γερουλάνου και της Αιμιλίας Καλλιγά, δισέγγονη του Αντώνη Μπενάκη, μεγάλωσε μέσα στο μουσείο με δύο γιαγιάδες, τη φοβερή μαγείρισσα Γερουλάνου και τη χειραφετημένη Καλλιγά. Ενα μουσείο που είχε, φαίνεται, στην άγραφη παρακαταθήκη του ιδρυτή του να κυβερνιέται από φωτεινούς, όμορφους ανθρώπους, όπως ο Αγγελος Δεληβοριάς. Εκείνη, πάντως, ταξίδεψε και πειραματίστηκε πολύ πριν επιστρέψει στη γενέθλια γη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και στη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και κοσμημάτων, έπαιξε στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ανέλαβε το πρώτο Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη, επιμελήθηκε εκθέσεις, ανέδειξε νέους Ελληνες δημιουργούς. Λάτρευε τη χειροτεχνία, την παράδοση, τον νέο τρόπο σκέψης που αναβίωνε το παλιό και άφθαρτο.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Η ζωή της είχε τα πάντα σε μεγάλες, ακανόνιστες δόσεις χαράς και λύπης. Οταν βίωσε την άφατη οδύνη του θανάτου του πρώτου της παιδιού, της προτάθηκε να αναλάβει την αναδιοργάνωση του Πωλητηρίου του Μουσείου Μπενάκη. Ξεκίνησε ως βοηθός και κατέληξε να είναι κομμάτι της ψυχής του διοχετεύοντας εκεί όλη την ενέργεια και το πάθος της, ενώ η προσωπική της ευτυχία ολοκληρώθηκε με την υιοθέτηση δύο παιδιών, του Σωτήρη και της Αιμιλίας. «Είναι δύο αδέλφια πολύ αγαπημένα, είμαι πολύ υπερήφανη για τα παιδιά μου. Ο Σωτήρης, μάλιστα, είναι πολύ υποστηρικτικός απέναντι στην αδελφή του, που έχει αυτισμό», έλεγε με υπερηφάνεια.
Το 2018 χάνει τον πατέρα της, Μαρίνο Γερουλάνο, και έναν χρόνο αργότερα τον αγαπημένο της σύντροφο Ανδρέα. Τότε ήρθε η άλλη μεγάλη πρόκληση, που έμελλε να είναι και η τελευταία της. Ανέλαβε πρόεδρος στο Δ.Σ. της Ελευσίνας 2023 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης στο πλάι του Μιχαήλ Μαρμαρινού. «Είπα “ναι” χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά. Εφτασα στην Ελευσίνα και ρίζωσα σχεδόν, αν και η πρώτη μου επαφή ήταν σοκαριστική, και εννοώ το κλίμα. Αμέσως μετά είδα ότι δεν είχα ιδέα για το Δημόσιο και είπα “θα πνιγούμε”. […] Αν έχω συμβάλει σε κάτι, είναι στο να διαμορφωθεί ένα καλό κλίμα, γιατί δεν αντέχω να δουλεύω σε ένα μέρος τοξικό, θέλω να δουλεύω με κανονικούς ανθρώπους», περιέγραφε στην έντυπη «LiFO» λίγο πριν από το τέλος. Και εκεί, σαν η ζωή να της το χρωστούσε, κατέκτησε μια ανέλπιστη ηρεμία.
«Περιέργως συμφιλιώθηκα και με τον θάνατο. Οι μύθοι με το πηγαινέλα στον Κάτω Κόσμο, η συνύπαρξη των νεκρών εργοστασίων και καραβιών με ζωντανούς φορείς, ο αρχαιολογικός χώρος που κυριαρχεί, που μετά τη μύηση δεν φοβόσουν πια το θάνατο, ξαφνικά σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις ότι ο θάνατος σου είναι κάτι πολύ οικείο. Μεγάλο κέρδος».