Το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου 84 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα 66 δισεκατομμύρια δηλώθηκαν από μισθωτές υπηρεσίες και ναυτικό εισόδημα. Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι καταθέσεις, που σημαίνει ότι δεν υπήρξε ανάλωση αποταμιεύσεων.
Το 70% των φορολογουμένων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατατάσσεται σε κλιμάκιο εισοδήματος κάτω από 10.000 ευρώ. Συνολικά, το μέσο δηλωθέν εισόδημα στην ΑΑΔΕ (από μισθούς, κέρδη, διάφορες αποδοχές) είναι χαμηλότερο κατά περίπου 25% από τις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά το 2021, σύμφωνα με την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. του ίδιου έτους, ενώ παράλληλα οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 7% σε σχέση με το 2020.
Σχεδόν έξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν στην εφορία ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα των 10.000, ενώ το 37% των φυσικών προσώπων εμφανίζει εισοδήματα στα όρια της φτώχειας, έως 5.000 ευρώ.
Η κυβέρνηση ανέλαβε δράση προκειμένου να περιορισθεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής. Ορισε ως ελάχιστο εισόδημα τις 10.920 ευρώ με σκοπό να εισπράττει φόρους τουλάχιστον 1.100 ευρώ από επαγγελματίες που δήλωναν έσοδα μικρότερα από τον βασικό μισθό των υπαλλήλων τους, ενώ έδωσε ως «μπόνους» τη μείωση του 50% του τέλους επιτηδεύματος για όσους δηλώνουν υψηλότερα εισοδήματα.
Παράλληλα, διευρύνεται η χρήση των χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του έτους όλα τα μηχανήματα POS θα είναι συνδεδεμένα με το TAXISnet, ώστε να περιορισθούν τα έσοδα που χάνονται από τις αδήλωτες συναλλαγές.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Σκοπός, συνολικά, των μέτρων είναι η περαιτέρω μείωση του μη δηλωθέντος ΦΠΑ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο μέχρι το 2026, που μεταφράζεται σε επιπλέον έσοδα 2 δισεκατομμυρίων ετησίως.
Το ελάχιστο εισόδημα των επαγγελματιών δεν λύνει στη ρίζα της τη φοροδιαφυγή, ανεβάζει τον πήχη των εσόδων των υπόχρεων ώστε να υπάρχει στοιχειωδώς κάποια έννοια φορολογικής δικαιοσύνης. Το πρόβλημα για να λυθεί θα απαιτήσει χρόνο, νοοτροπίες δεκαετιών αλλά και η περιπέτεια των μνημονιακών χρόνων, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε επικρατήσει η πρακτικών των συναλλαγών «χωρίς ΦΠΑ», δεν ξεριζώνονται εύκολα.
Ωστόσο, κάθε βήμα που γίνεται για να μειώνεται το πρόβλημα δημιουργεί περιθώρια για μειώσεις φόρων, και κυρίως για τη χρηματοδότηση των πολιτικών ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Οταν οι πολίτες αντιληφθούν ότι κάθε επιπλέον ευρώ από τα δηλωθέντα εισοδήματα κατευθύνεται για καλύτερες υπηρεσίες Υγείας, εκπαίδευσης και Πρόνοιας τόσο ισχυρότερη θα είναι η κοινωνική πίεση προς όσους κατά σύστημα φοροδιαφεύγουν.
Το σύνθημα «αγαπάς την Ελλάδα, απόδειξη», που είχε λανσάρει ο Στέφανος Μάνος τη δεκαετία του ’90, δυστυχώς παραμένει επίκαιρο. Και αυτό πρέπει να αποτελεί οδηγό για το οικονομικό επιτελείο, ώστε η μάστιγα της φοροδιαφυγής που λειτουργεί σε βάρος των έντιμων φορολογουμένων και του υγιούς ανταγωνισμού να περιορισθεί τουλάχιστον στα επίπεδα του μέσου ευρωπαϊκού όρου.