Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ομως, είναι επίσης λιγοστοί οι πολιτικοί που, ενώ μπορούν εύκολα να γίνουν συμπαθείς, καταντούν να μην τους υπολογίζει κανείς σοβαρά, να τους αδειάζουν οι πρώην σύντροφοι και να τους απαξιώνουν οι αντίπαλοί τους. Αυτά, σε γενικές γραμμές, έπαθε ο Φώτης Κουβέλης.
Η διαδρομή του είναι μακρά και γεμάτη αναστροφές. Από το ΚΚΕ εσωτερικού πήγε στην Ελληνική Αριστερά και από εκεί στο Συνασπισμό. Ηταν υποψήφιος για την προεδρία του Συνασπισμού το 2008, αλλά έχασε από τον Αλέξη Τσίπρα. Το 2010 ανακοινώνει, ως επικεφαλής της Ανανεωτικής Πτέρυγας, ότι αποχωρεί και, λίγο αργότερα, ιδρύει τη Δημοκρατική Αριστερά. Εξελέγη αρχηγός, χωρίς να υπάρχει άλλος υποψήφιος, και συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η ΔΗΜ.ΑΡ. να καταγράψει μια εντυπωσιακά φθίνουσα τροχιά που τερμάτισε στο 0,4%. Το 2015 αποχωρεί και από τη ΔΗΜ.ΑΡ. και δημιουργεί την Ενωτική Κίνηση Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ενδιάμεσα, συμμετείχε στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου για το καλό της χώρας, αλλά απέσυρε την υποστήριξή του για το καλό της ΕΡΤ. Αφού η δημόσια τηλεόραση έγειανε και ξαναέγινε κρατική και αφού μέτρησε και ξαναμέτρησε τα κουκιά, αποφάσισε πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον στο δρόμο του «αριστερού ρεαλισμού».
Και υπενθυμίζει με τον τρόπο του προς τον Αλέξη Τσίπρα πως, όταν δεν ψήφισε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές, άνοιξε το δρόμο για την πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση. Βέβαια, δεν γνώρισε την ανταμοιβή που ήθελε, αλλά το παλεύει.
Αυτό δεν το λέμε εμείς, αλλά οι άνθρωποι που έζησαν από κοντά τα γεγονότα της περιόδου εκείνης και «ερμηνεύουν» τις κινήσεις Κουβέλη. «Βγαίνει τώρα και μιλάει γιατί θέλει να θυμίσει στον πρωθυπουργό ότι “Αλέξη, κυβερνάς χάρη σ’ εμένα” και πρέπει “να μου το αναγνωρίσεις”. Ξεπέρασε το ζήτημα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ξεπέρασε τον πρώτο ανασχηματισμό, ξεπέρασε και τον δεύτερο περιμένοντας πάνω από το τηλέφωνο αλλά υπουργός δεν έγινε ούτε ήρθε η αναγνώριση που περίμενε», λέει ο Γιάννης Μεϊμάρογλου, ο ένας εκ των τριών που συμμετείχαν στις συζητήσεις για τον ΠτΔ.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου και οι έτεροι δύο, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος («μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας») και ο Σπύρος Λυκούδης («υπάρχουν και όρια»).
Το πολιτικό διά ταύτα της συζήτησης, που ξαφνικά αναθερμάνθηκε σαν ξαναζεσταμένη σούπα, ποιο είναι; Οτι υπήρξε σαφής πρόταση τότε για να είναι υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ίδιος ήταν θετικός, αλλά τελευταία στιγμή το αρνήθηκε, προτιμώντας την εκδοχή και την αντίστοιχη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα. Μια πρόταση, βέβαια, που δεν ήρθε ποτέ. Αλλά το θέμα δεν είναι ότι έχασε ο Κουβέλης.
Το θέμα είναι ότι έχασε η χώρα την ευκαιρία να σταθεί στα πόδια της, σύρθηκε σε πρόωρες εκλογές και τη συνέχεια τη ζούμε όλοι. Το τι ψήφισε ή δεν ψήφισε, λοιπόν, ο Φώτης Κουβέλης δεν έχει και τόση σημασία. Ούτε καν αν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015, όταν ακόμα η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είχε διαλυθεί. Το διαψεύδει, βέβαια, ο ίδιος, καθησυχάζοντάς μας πως ψήφισε Τσίπρα τον Σεπτέμβριο και είπε «Οχι» στο δημοψήφισμα.
Ε, και; Αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι τι έκανε όταν το κόμμα του ήταν ακόμα ρυθμιστικός παράγοντας. Οταν μετείχε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας που βάζοντας στις άκρες ιδεολογικές διαφορές, προσπαθούσε να ισορροπήσει την πορεία της οικονομίας. Τα βρόντηξε όλα και έφυγε. Αυτό έκανε. Και τώρα θέλει να γυρίσει πίσω, δίνοντας για ακόμα μία φορά πολιτικό δεκανίκι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Θυμίζουμε ότι ένας από τους λόγους που αποχώρησε από το κόμμα που ίδρυσε ήταν γιατί αρνιόταν τη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ. «Το αξιακό φορτίο της Αριστεράς», έλεγε, δεν μπορούσε να μεταφέρει μια τέτοια σύμπλευση. Τώρα όμως αγκαλιάζει με θέρμη την ιδέα Φίλη. «Βλέπω με ενδιαφέρον τις ζυμώσεις που εξελίσσονται», λέει ξαφνικά. Δηλαδή τι άλλαξε; Το αξιακό φορτίο της Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ ή οι συνθήκες; Τίποτα. Μόνο ο Φώτης Κουβέλης άλλαξε. Για μία ακόμα φορά άλλαξε.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής