Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Τώρα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Οχι μόνο η εγχώρια οικονομία, αλλά και η διεθνής αντιμετωπίζει το σκιάχτρο του πληθωρισμού που έχει ανακύψει με επίκεντρο τις αυξήσεις που έχουν σημειωθεί στις τιμές των καυσίμων και στα αγροτικά προϊόντα.
Είναι σαφές ότι οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες θα περάσουν αργά ή γρήγορα στη λιανική αγορά και επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να φτάσει ακόμα και το 3% μέχρι το τέλος του έτους, όταν τους προηγούμενους μήνες ο δείκτης είχε αρνητικό πρόσημο.
Η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα είναι μεγαλύτερη στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, καθώς η σύνθεση των αγορών τους είναι διαφορετική και βασίζεται σε προϊόντα πρώτης ανάγκης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής αρχής, μέσα σε ένα χρόνο καταγράφηκε μεγάλη αύξηση στα είδη διατροφής. Για παράδειγμα, το λάδι έχει αυξηθεί κατά 2,6% τα ψάρια 6,6%, τα λαχανικά 8% και τα φρούτα 5%, ενώ εκρηκτική είναι η αύξηση τιμών στο φυσικό αέριο κατά 72%, αλλά και στο πετρέλαιο θέρμανσης που πλησιάζει το 30%.
Οι ακριβότερες μετακινήσεις αλλά και οι αυξήσεις στην ενέργεια δεν θα επιβαρύνουν μόνο τις τσέπες των καταναλωτών εν όψει χειμώνα αλλά θα δυσχεράνουν την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς θα ανεβάσουν το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων ιδίως σε μεταποίηση και αγροτικό τομέα.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Υπό το πρίσμα αυτό ενδιαφέρον έχει η παρέμβαση που έκανε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος μιλώντας στο Bloomberg τόνισε ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να αντιδράσει υπερβολικά με την εκτίναξη του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το άλμα τιμών οφείλεται σε προσωρινούς λόγους και «μποτιλιαρίσματα» που προκάλεσε η πανδημία, ενώ οι εξελίξεις σε μισθούς και εργατικό κόστος, που καθορίζουν τον δομικό πληθωρισμό, δεν δείχνουν την ίδια μεταβλητότητα.
Ο κεντρικός τραπεζίτης θέλει να «αποκρούσει» από τώρα εισηγήσεις των σκληρών της ΕΚΤ, όπως είναι η Γερμανοί και οι Ολλανδοί, για μείωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων, προς το τέλος του έτους.
Οι αποκαλούμενες «φειδωλές» χώρες ζητούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κλείσει τη στρόφιγγα του φθηνού χρήματος, κάτι που θα ανέβαζε το κόστος δανεισμού του Νότου, και πιέζουν τις Βρυξέλλες για την επαναφορά αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων. Οι χώρες της ευρωζώνης έχουν ήδη αποφασίσει ότι δεν θα ισχύσουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί του Συμφώνου Σταθερότητας και το 2022, λόγω της πανδημίας, ενώ οι συζητήσεις για τους κανόνες του 2023 θα κλιμακωθούν τους επόμενους δύο μήνες.
Η Ελλάδα πρέπει από τώρα να περιορίσει κρατικές δαπάνες αντιμετωπίζοντας θύλακες σπατάλης και να προετοιμαστεί για τη δημοσιονομική προσγείωση που μπορεί να έρθει νωρίτερα από το 2023 λόγω του υψηλού πληθωρισμού, που προκαλεί «αλλεργία» στο Βερολίνο. Οι ανατιμήσεις διεθνώς στις τιμές της ενέργειας δύσκολα θα ανασχεθούν, η ακρίβεια μπορεί να αντισταθμισθεί μερικώς από την τόνωση της αγοράς απασχόλησης και την αύξηση εισοδημάτων.
Το βέβαιο είναι ότι η λέξη «πληθωρισμός», που δεν υπήρχε στο οικονομικό λεξιλόγιο των τελευταίων χρόνων, θα μας απασχολήσει έντονα το επόμενο διάστημα και η κυβέρνηση οφείλει να χαράξει τη γραμμή άμυνας εφαρμόζοντας την αναπτυξιακή της πολιτική.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr