Ο Αλέξης Τσίπρας, οδηγούμενος και από τις εσωτερικές του αντιφάσεις, εμμένει στην «καραμέλα» της σκανδαλολογίας. Επενδύει στην πόλωση και στη δημιουργία αναταραχής και χαϊδεύει τα αυτιά των μπαχαλάκηδων που καταστρέφουν, βανδαλίζουν και κατατρομοκρατούν. Επιλέγει, δηλαδή, να ασκεί αντιπολίτευση, υιοθετώντας ακραία ρητορική και επιστρέφοντας ουσιαστικά στην κοιτίδα του ποσοστού 3%.
Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεκάθαρο στόχο. Θέλει να κυβερνήσει για να αλλάξει τη χώρα προς το καλύτερο, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε όλους τους τομείς, από τη δημόσια ασφάλεια και την καθημερινότητα των πολιτών μέχρι την Παιδεία, την Υγεία και την κοινωνική πρόνοια.
Γι’ αυτό και έχει ήδη προχωρήσει προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων με πολύ πιο γρήγορα βήματα ακόμα και από αυτά που είχε ο ίδιος υποσχεθεί, αιφνιδιάζοντας έτσι ευχάριστα τους πολίτες. Οι φοροελαφρύνσεις, που ξεκίνησαν με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και συνεχίζονται με τις μειώσεις φόρων για επαγγελματίες, μικρομεσαίους, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας για την προσέλκυση επενδύσεων, οι αστυνομικές επιχειρήσεις για την εκκένωση των κτιρίων που τελούν υπό κατάληψη στα Εξάρχεια και η εφαρμογή του νόμου, ο νέος αντικαπνιστικός νόμος, αποτελούν απτά δείγματα της βούλησης της κυβέρνησης να κάνει έργο και να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει μεταρρυθμίσεις, την ώρα που ο Αλ. Τσίπρας, που υποτίθεται ότι εξέφραζε το νέο, εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος σε ένα παρελθόν το οποίο και χρεοκόπησε και αποδοκιμάστηκε στις εκλογές από τους πολίτες.
Από την έντυπη έκδοση